Γράφει ο Κωνσταντίνος Γαλλής
Η Σαρακατσάνα μάνα δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα από τις άλλες Ελληνίδες Μανάδες είτε αυτή είναι η Καραγκούνα, η Μάνα της Χαλκιδικής η Πόντια, η Μακεδονίτισσα, η Ηπειρώτισσα και πάει λέγοντας, όλες μανάδες είναι και αγαπούν εξ ίσου την οικογένειά τους άνδρα, παιδιά, πεθερικά αν τύχει και έχουν.
Εκείνο που κάνει τη διαφορά στη Σαρακατσάνα μάνα είναι η στέγη του σπιτικού της τουλάχιστον για το παρελθόν και όσο ζούσε σε ένα μικρό καλύβι άντε και ένα μικρότερο που χρησιμοποιούσε ως βοηθητικό. Και εδώ που τα λέμε, αν και... θα στεναχωρήσω πιθανόν κάποιους, το καλύβι σπίτι δεν μπορείς να το πεις. Ωστόσο αυτό αποτελούσε το σπιτικό μας και υπό αυτή την έννοια ήταν το σπίτι μας.
Μέσα σε αυτούς τους χώρους, συνολικού εμβαδού συνήθως 20-25 τετραγωνικών μέτρων, ήταν υποχρεωμένη η Σαρακατσάνα Μάνα να μεγαλώσει τα παιδιά της, που δεν ήταν και λίγα- να πω πέντε κατά μέσο όρο μάλλον λίγα είναι. Επί πλέον στον περιορισμένο αυτό χώρο έπρεπε να κάνει τις προίκες των παιδιών της, να δεχθεί ξένους, να τους φιλοξενήσει και στην ανάγκη να τους κοιμίσει ! μα θα μου πείτε το καλύβι είχε κρεβάτια για ύπνο; Όχι, έστρωνε σε μια άκρη ένα τσιόλι με μια βελέτζα, τους έδωνε και μια φλοκάτη να σκεπαστούν και περνούσαν τη νύχτα.
Μέσα εκεί να δουλέψει 30-40- οκάδες μαλλιά και τα προϊόντα τους , δηλαδή τα προικιά των παιδιών της να τα έχει φυλαγμένα σαν τα μάτια της στο ασφαλέστερο μέρος του καλυβιού, που για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους όλο το καλύβι την ίδια ασφάλεια παρείχε παντού πάνω – κάτω. Ωστόσο προτιμούσαν τους χώρους εκατέρωθεν της εισόδου για λόγους συνήθως γρήγορης απομάκρυνσης λόγω φωτιάς. Κάτι που αποτελούσε τον υπό αριθμόν ένα κίνδυνο. Το 1946 ξεκαλοκαιριάζαμε στο Βίτσι και το καλύβι του μπάρμπα μου του Βασίλη, συνεχόμενο με το δικό μας, άρπαξε φωτιά, λαμπάδιασε. Τι είχε συμβεί: δίπλα στο καντηλάκι σε μικρή απόσταση είχαν κρεμάσει τα κορίτσια της οικογένειας, μάνα δεν υπήρχε, ένα μπουκέτο από ένα είδος φυτού που κατέληγε σε λεπτές απολήξεις σαν τρίχες κάτασπρες. Ευτυχώς το παιδί ήταν εκεί και άρχισε να φωνάζει φωτιά, φωτιά. Τρέξανε όλοι και σβήσανε τη φωτιά. Εκεί είδα για πρώτη φορά να τυλίγουν το καλύβι με βρεγμένα τσιόλια και λοιπά μάλλινα!
Τα προικιά φυλάγονταν πάντοτε σακιασμένα – τα περίφημα χαράρια. Υφαντά σακιά ριγωτά σε διάφορα χρώματα και διπλάσια – τριπλάσια από τα συνηθισμένα σακιά. Η προίκα των κοριτσιών είχε κάτι από ιερότητα, δεν ήταν απλά ρούχα και σκεπάσματα, ήταν τα απαραίτητα εφόδια να ορθοποδήσει το νέο σπιτικό. Η κόρη μεριμνούσε από νωρίς για ό,τι χρειάζεται: βελέτζες ( 7-8 ) χαλιά υφαντά, κιλίμια, τσόλια για καταγής, κεντητά διάφορα για όλες τις γωνιές, πλεκτά από φανέλες, τσουράπια, κιλότες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα, κάλτσες γυναικείες σε διάφορα χρώματα – μακριές μέχρι το γόνατο και λίγο παραπάνω Και να μην ξεχάσω και τα μωρουδιακά για τα παιδιά που θα έρθουν. Όλα έπρεπε να τα προβλέψει και όλα να τα έχει έτοιμα και με τάξη τοποθετημένα.
Ακόμη στα απαραίτητα περιλαμβάνονταν και τα σκεύη – αγγειά, ένα ταψί για ψήσιμο του ψωμιού, ένα σινί για πίτα, ένα τηγάνι, κατσαρόλες, τζιτζιβέδες, γάστρα με τα απαραίτητα εξαρτήματα της. Ό,τι τέλος πάντων χρειάζεται για να ανοίξει το καινούργιο νοικοκυριό, αν και όλα αυτά τα αγγειά συνήθως ήταν δώρα των συγγενών και καμιά φορά και φίλων.
Το καλύβι το πατρικό της νύφης μετά την αποχώρησή της άδειαζε- εικόνα απελπισίας παρουσίαζε. Ο γαμπρός δεν πήρε μόνο την κόρη, πήρε και όλα τα άλλα, δηλαδή τα προικιά που είχε φκιάσει η κόρη όλα αυτά τα χρόνια της ελεύθερης ζωής.
- Παντρεύτηκε η κόρη, έστησε το σπιτικό της και άρχισαν ένα- ένα να έρχονται τα παιδιά , Γέμισε το καλύβι κουτσούβελα, πέντε ήλθαν και όλα στο χρόνο. Μόνο η πρώτη, η Αλεξάνδρα, άργησε τρία χρόνια και αυτό γέμισε αμφιβολίες τόσο το Μήτρο, τον άντρα της όσο και τα πεθερικά της και ιδιαίτερα την πεθερά, αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει κακιά κουβέντα. Ευτυχώς είχε τη στήριξη του Μήτρου αλλά και του πεθερού.
- Ο Μήτρος πάντοτε σκεπτικός και απόμακρος. Τι διάολο ζούφιος είναι ο σπόρος μου ! Αλλά που να βγάλει κουβέντα, ξεροψύνονταν με το ζουμί του.
- Χειρότερη ήταν η θέση της νύφης, είχε κλειστεί στον εαυτό της, δεν έβγαινε με τις άλλες γυναίκες στο βουναλάκι απέναντι από τα καλύβια να κουβεντιάσει με συνέπεια να μαραζώνει συνέχεια. Με την πρόφαση να μαζέψει ξύλα στις λαγκαδιές απομονώνονταν και μοιρολογούσε τον πόνο της. Έλα όμως που κάποτε ξεχάστηκε και ο Μήτρος δεν τη βρήκε και πήρε τις ρεματιές και τα πλάγια: Παναγιού, Παναγιού . . . . .Με τα πολλά άκουσε η Παναγιώτα και βγαίνει ζαλικωμένη από τη ρεματιά. Ανάσανε ο Μήτρος και τρέχοντας φθάνει κοντά της:
- Μα τι κάνεις, Παναγιώτα ! δεν είπαμε να μην κουράζεσαι και της αρπάζει το ζαλίκι και το ρίχνει στην πλάτη του. Μπροστά ο Μήτρος πίσω η Παναγιώτα φθάνουν στο καλύβι τους και η Παναγιώτα τυλίγεται στο στρώμα της κλαίγοντας.
- Η κατάσταση αυτή όπως είναι φυσικό θορύβησε τη Μάνα της που παρακολουθούσε στενά την κατάσταση και λαβαίνει την απόφαση να μετακομίσει στην κόρη της.
- Έφθασε μια μέρα στο καλύβι του γαμπρού της με την απόφαση να σταθεί στο πλευρό του παιδιού της όσο χρειασθεί. Δεν θα άφηνε τις φαρμακόγλωσσες να δηλητηριάζουν καθημερινά το παιδί της.. Γνώριζε καλύτερα από τον καθένα ότι το παιδί της ήταν γερό κατάγερο, ούτε καν παιδικές αρρώστιες δεν είχε περάσει
- Μην στεναχωριέσαι παιδί μου, συμβαίνει αυτό στην αρχή. Να η Καλλιόπη, η θεια σου, άργησε να κάνει το πρώτο της παιδί
- Με τη Μάνα δίπλα της αναθάρρεψε η Παναγιώτα και μπαίνοντας η Άνοιξη σταμάτησε η περίοδός της και αυτό την προβλημάτισε και τη γέμισε φόβο !
- Ε ! τώρα σταμάτησε και η περίοδος! Τέρμα τα όνειρα για παιδιά και αποφασίζει να το πει στην Μάνα της.
- Μάνα, τελείωσαν όλα, μέχρις εδώ ήταν. Δεν πρόκειται να κάνω παιδί, σταμάτησε και η περίοδός μου.
- Για πότε την περίμενες κόρη μου; Ρωτάει με λαχτάρα;
- Να, Μάνα, πέρασε καμιά βδομάδα και παραπάνω.
- Πετάγεται η Μάνα χαρούμενη και αγκαλιάζει τη θυγατέρα της.
- Τι λες παιδί μου! Καλλίτερο χαμπέρι δεν μπορούσες ` να μου δώσεις !
- Και η θυγατέρα μονολογώντας: πάει η Μάνα της έστριψε !
- Παιδί μου, καλό μου παιδί, είσαι έγκυος, σε εννιά μήνες θα γεννήσεις το πρώτο σου παιδί. Η Μάνα ήθελε η κόρη της να αποκτήσει πολλά παιδιά.
- Και πού το ξέρεις, Μάνα;
- Έτσι γίνεται, παιδί μου. Με το που αρχίζει η εγκυμοσύνη, τα έμμηνα σταματούν. Η Παναγιώτα μένει για λίγο σκεπτική λες και η Μάνα της της έκανε απλά το χατίρι.
- Ξαφνικά πετάγεται όρθια και αγκαλιάζει τη Μανούλα της: Αλήθεια, Μάνα !
- Αλήθεια, ψυχή μου.
- Αυτό ήταν, ξαναγεννήθηκε η Παναγιώτα.
- Ζεσταίνει νερό, λούζεται, φτιάχνει τις κοσάνες της και ξεχύνεται στην αυλή να ανάψει το γάστρο για να ψήσει μια πασπαλή με άγρια ξεραμένα τσουκνίδια που είχαν σε ένα σακί από την άνοιξη.
- Για πότε έγινε κσι ψήστηκε εκείνη η πίτα, ούτε που το κατάλαβε η Παναγιώτα. Η Μάνα της την έβλεπε και γελούσαν και τα αυτιά της , από την άλλη την προβλημάτιζε η βιασύνη της που άγγιζε τα όρια της.
- Σιγά – σιγά, Παναγιώτα, δεν σε κυνηγάει κανένας, αλλά πού η Παναγιώτα ! Βιάζονταν να βρεθεί κοντά στον άντρα της και να μοιραστεί μαζί του το χαρμόσυνο γεγονός
- Τέλος ψήστηκε η πίτα, την τύλιξε γλήγορα - γλήγορα σε ένα μισάλι, τη βάζει στον τρουβά και ξεκινάει,
- Ε ! πού πας, περίμενε, μαζί θα πάμε. Βάζει τα τσαρούχια της και ξεκινάνε, μπροστά η Παναγιώτα σχεδόν τρέχοντας παρά τα παρακάλια της μάνας για σιγότερα και από κοντά η μάνα της.
- Τον Μήτρο τον βρήκανε να βράζει γάλα στο στάλο .
- Μήτρο μου φαίνεται θα γίνεις πατέρας!
- Κόκκαλο ο Μήτρος, τι λες μωρέ;
- Και η μάνα λαχανιασμένη: αλήθεια Μήτρο μου, αυτό δείχνουν τα σημάδια και αυτά δεν κάνουν λάθος’
Αυτό ήταν έσπασε ο διάβολος το ποδάρι, κατά την προσφιλή έκφραση των Σαρακατσαναίων . Πίστευαν στο διάβολο και στις αναποδιές του. Βλέπετε ο διάβολος δεν έκανε ποτέ καλή δουλειά, όλο αναποδιές έφερνε και τις αναποδιές αυτές τις εξόρκιζαν με την επίκληση των Θείων και ας μη γνώριζαν πολλά γράμματα.
Σε εννιά μήνες περίπου η Μήτραινα γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι και ακολούθησαν και άλλα τέσσερα, δύο και δύο. Η χαρά του ζευγαριού δεν περιγράφονταν, όλα γελούσαν στο καλύβι. Και το ζευγάρι να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που λένε και τα παιδιά να έρχονται το ένα πίσω από το άλλο..
Φτάνει πια, Παναγιού, με τα τόσα παιδιά.
Τι να κάνω μωρέ θεια, ο Θεός τα δίνει, αν και τώρα μου φαίνεται δεν θα ξαναγεννήσω.
Και πού το ξέρεις;
Να από την τελευταία γέννα μου ακόμη δεν μου ήλθαν «τα ρούχα», εννοούσε την περίοδο.
Μην στεναχωριέσαι, Παναγιώτα, αν αποκόψεις το παιδί και δυναμώσεις και λιγάκι, όλα θα γίνουν. Να σημειώσω εδώ κάτι που άκουσα και για το οποίο δεν παίρνω όρκο ότι ευσταθεί: οι λεχώνες που βυζαίνουν τα παιδιά τους δεν συλλαμβάνουν εύκολα. Πίστευαν ότι τις προστατεύει το γάλα !
Παρά τα θρυλούμενα η Παναγιού έφερε στον κόσμο άλλα δύο παιδιά, κάτι που είχε σαν συνέπεια τόσο ο Μήτρος όσο και η Μήτραινα να μην γνωρίζουν καθισιό και ελεύθερο χρόνο μέχρι που μεγάλωσαν τα πρώτα τους παιδιά και τα έβαλαν στη δουλειά, το αγόρι να βοηθά τον πατέρα του στα πρώτα (πρόβατα) και η θυγατέρα τη μάνα στις δουλειές της..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου