"ΟΥΔΕΙΣ ΠΛΕΟΝ ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΟΣ "

powered by Agones.gr - livescore

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Έθιμα Χριστουγέννων & Πρωτοχρονιάς στη Χαλκιδική

«Η γιορτή των Χριστουγέννων με τα σχετικά έθιμά της αρχίζει και για τους Χαλκιδικιώτες από την Παραμονή. Μεγάλοι και μικροί πλήρως απασχολημένοι. Οι νοικοκυρές για να ετοιμάσουν το σπιτικό, να φτιάξουν τα γλυκά, να στολίσουν το δέντρο, οι νοικοκυραίοι για να ψωνίσουν, να βρουν το «χριστόξυλο», να τακτοποιήσουν τα ζώα, τα παιδιά όλο χαμόγελα από την ξενοιασιά των διακοπών, για τα δώρα που θα πάρουν και προπαντός για τον «παρά» που θα εισπράξουν λέγοντας τα κάλαντα.
Τα τραγούδια που λέγονται στη Χαλκιδική, ο χρόνος που.... ψάλλονται, ο «σκοπός» των τραγουδιών, ο τρόπος που ξεκινούν και κινούνται οι καλανδιστές, διαφέρουν από χωριό σε χωριό.

Στη Νικήτη τα κάλαντα ψάλλονται μετά το μεγάλο Εσπερινό της γιορτής. Τα τραγούδια που ακούγονται είναι το «Καλήν εσπέραν άρχοντες» και το «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα». Το πρώτο, το «μεγάλο», που είναι καθαρά θρησκευτικό, αναφέρεται στη γέννηση του Χριστού, στην προσκύνηση των Μάγων, στη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, στη φυγή του Χριστού στην Αίγυπτο και ολοκληρώνεται με την προτροπή όλοι να εκκλησιαστούν και στη συνέχεια να ευφρανθούν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, χωρίς βέβαια να ξεχνούν τους φτωχούς.
Στη Γαλάτιστα πάλι οι μικροί τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας μια σούβλα, όπου οι νοικοκυρές περνούσαν τα γλυκά, τα φρούτα, το χοιρινό κρέας και οπωσδήποτε την «κόλ’ντα» (μικρό λουκάνικο). Εκεί, αφού έλεγαν τα γνωστά κάλαντα, πρόσθεταν:
Θειά, κόλ’ντα, κόλ’ντα,
ώσπου να βαρεί η πόρτα,
να βαρεί κι του μιτάξι,
κι του χρόνου!
Το χριστόψωμο (ή χριστόψωμα ή χριστόπ’τα ή κ’στόπ’τα ή κλίκ’ ή κ΄λούρα ή μπουγάτσια) είναι συνήθως σκέτο ψωμί, που ψήνεται σε λαδωμένο ταψί. Στην επιφάνειά του φιλοτεχνούν με ζυμάρι, σταφίδες και ψίχες από καρύδι ή μύγδαλο, πλουμίδια, που παριστάνουν σταυρούς, κύκλους, άνθη. Στο κέντρο του σταυρού τοποθετούν ένα άσπαστο καρύδι, ενώ στις κεραίες του τοποθετούν σύκα λιασμένα, σταφίδες κ.λ.π. Στα Ριζά και στην Παλαιόχωρα, εκτός από τον κεντρικό σταυρό, κάνουν ένα κύκλο με ζυμάρι για το κέντρο και τέσσερα ημικύκλια για τις άκρες. Στα Πετροκέρασα, περιφερειακά του στολισμένου με καρυδόψιχα σταυρού, τοποθετούν μικρά στρογγυλά κουλουράκια, σε αριθμό τόσα, όσα τα μέλη της οικογένειας και μερικά επιπλέον: ένα για την Παναγία ή το εικονοστάσι, ένα για το σπιτικό, ένα για τον ξενιτεμένο, αν υπάρχει. Σ’ ένα από τα κουλουράκια μπαίνει και «παράς».
Μόλις βγει από το φούρνο, αλείφεται με λιωμένο μέλι ή ζαχαρόνερο, για να γλυκάνει το Χριστό. Αλλού, το αλείφουν με κόκκινο γλυκό πιπέρι, για να «πάρει όψη». Σε πολλά μέρη, στη χριστόπιτα μπαίνει και «παράς» (νόμισμα), όπως στη βασιλόπιτα.
Όταν νυχτώσει, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια γύρω από το σουφρά, όπου βρίσκεται το χριστόψωμο. Αφού θυμιάσει η νοικοκυρά όλο το σπίτι «για να φύγουν οι καρκατζαλοί», ο αρχηγός ή ο γεροντότερος της οικογένειας παίρνει το μαχαίρι, σταυρώνει τη χριστόπιτα τρεις φορές και ευχόμενος:
«καλώς μας ήρτι Χριστός! Να μας βουθήσ’! κι του χρόνου!».
Η Πολυγυρινή νοικοκυρά θα ζυμώσει τα «σαλιάρια» και τα «φοινίκια». Για τα πρώτα (κάτι σαν τα σημερινά μελομακάρονα) θα χρειαστεί: ένα ποτήρι σταχτόνερο, ένα ζάχαρη, δύο λάδι, το ζωμό και το ξύσμα ενός πορτοκαλιού, κανέλα, γαρύφαλα, ένα κουταλάκι σόδα και εφτά ποτήρια αλεύρι. Για την παρασκευή του θα αφήσει το λάδι να καεί καλά, θα το σβήσει με το σταχτόνερο, θα ρίξει μέσα τα άλλα υλικά και θα τα ζυμώσει. Για τα φοινίκια απαιτούνται: τρία ποτήρια λάδι, ένα σταχτόνερο, ένα με ζωμό πορτοκαλιού, ένα ποτήρι κονιάκ, δύο κουταλάκια μπέικιν, ένα γαρύφαλα και ένα κανέλα.
Στη Χαλκιδική την παραμονή γινόταν πλήθος συμβολικών – μαγικών πράξεων. Ο νοικοκύρης, εκτός των άλλων (προμήθεια τροφίμων, αγορά ενδυμάτων, υποδημάτων και δώρων για τα παιδιά), πρέπει να διαλέξει το «χριστουγεννιάτικο ξύλο, που θα καίει όλη τη νύχτα, για να ζεσταίνει την Παναγιά με το νεογέννητο της. Το ξύλο αυτό θα πρέπει να είναι «τρανό και χοντρό», για να είναι τρανός (σπουδαίος) και χοντρός (πλούσιος) ο νοικοκύρης του σπιτιού. Ακόμη, το ξύλο αυτό δεν το σβήνουν, διότι θεωρείται πως θα σβήσει και η καλή κατάσταση του σπιτιού. Επίσης η στάχτη του νομίζεται ότι έχει αποτρεπτική δύναμη και γι’ αυτό μαζεύεται και ρίχνεται στα χωράφια, για να προφυλάσσει τα σπαρτά από βλαβερά έντομα και σκουλήκια.
Το βράδυ της Παραμονής (ή το πρωί) της γιορτής καίουν στο τζάκι κλαδί από χλωρό πουρνάρι, για αποτροπή του κακού ή για την υγεία της οικογένειας. Μάλιστα από το είδος και την ένταση του «πραπαλίσματος» των φύλλων μαντεύουν την τύχη των μελών του σπιτικού.
Βάζουν κοντά στη φωτιά μια άσπρη πέτρα, για να περάσει η οικογένεια «άσπρη χρονιά»! Η πέτρα αυτή μένει στην ίδια θέση ως την Υπαπαντή (2 Φεβρουαρίου), οπότε μεταφέρεται στα χωράφια, για να αποτρέπει την πτώση χαλαζιού.
Στον Πολύγυρο τα Χριστούγεννα «σήκωναν Ύψωμα» στα σπίτια που γιόρταζαν. Το ύψωμα αποτελούσε μίμηση αντίστοιχης μοναχικής ακολουθίας, που γίνεται τις μεγάλες γιορτές στην τράπεζα των Ι. Μονών.
Στα σπίτια γινόταν ως εξής: ερχόταν ο ιερέας μετά την απόλυση της Θ. Λειτουργίας. Στο «καλό» δωμάτιο του σπιτιού υπήρχε ήδη το τραπέζι με τα απαραίτητα: κεριά, θυμιατό, ένα πιάτο σταφίδες, ένα ποτήρι κρασί και η λειτουργιά (το πρόσφορο), που θα ύψωνε ο σπιτονοικοκύρης ή ο εορτάζων. Αφού ο ιερέας έβαζε «ευλογητός» και έλεγε το τροπάριο της γιορτής, γινόταν η ύψωση του πρόσφορου από τον οικοδεσπότη ή τον εορτάζοντα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο οποίος επαναλάμβανε τρεις φορές τη φράση: «μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος…». Ο ιερέας στη συνέχεια τεμάχιζε το πρόσφορο και το μοίραζε στους παρευρισκόμενους, οι οποίοι το έτρωγαν, αφού το βουτούσαν στο ποτήρι με το κρασί. Κατόπιν όλοι παρακάθονταν σε κοινό τραπέζι για το γεύμα.»


«Όπως η Παραμονή των Χριστουγέννων, έτσι και η Παραμονή του Αγίου Βασιλείου είναι σημαντική μέρα και στη Χαλκιδική τα έθιμα ήταν πολλά και διατηρούνται μέχρι και σήμερα σε πολλές περιοχές.

Μέρες πριν την Πρωτοχρονιά, οι νέοι του Πολύγυρου οργανώνονταν σε παρέες, αποφάσιζαν ποιος θα ήταν ο αρχηγός τους, που θα παρίστανε και τον Αι – Βασίλη, και έκαναν το πρόγραμμα των επισκέψεών τους. Σαν έφτανε η μεγάλη μέρα, προτού ξημερώσει, ντύνονταν με τσομπάνικες κάπες, έβαζαν στο κεφάλι άσπρες τρίχες, για να φαίνονται χιονισμένοι, έπαιρναν τη «γκλιρίκας» στο χέρι και έτσι μεταμφιεσμένοι σε ποιμένες ξεκινούσαν για το «καλαντάρισμα».

Λίγο πριν η αυγή προβάλλει, άρχιζαν να ακούγονται τα κουδουνίσματα των καλανδιστών που ξεσήκωναν τον κόσμο. Αυτοί πάλι σταματούσαν στο κάθε σπίτι. O Αι – Βασίλης της παρέας χτυπούσε την πόρτα με τη «γκλιρίκα» και όλοι μαζί τραγουδούσαν: Σήκω, κυρά μου, κι άνοιξε/ την πόρτα την καρένια κ.λ.π. Η νοικοκυρά, χαρούμενη, άνοιγε την πόρτα και δεχόταν τους καλανδιστές. Ο Αι – Βασίλης της παρέας έμπαινε πρώτος, κρατώντας μια μεγάλη «ασπροβόλα» (άσπρη πέτρα) και δύο μικρότερες• έμπαιναν και οι υπόλοιποι, μα δεν κάθονταν, πριν ακούσουν τη νοικοκυρά να τους λέει: «Κάτσε να κλωσσήσεις, να κλωσσήσ’ κι η κλουσσαριά μ’!»

Τότε ο τσομπάνης Αι – Βασίλης άφηνε στη γωνιά του τζακιού τις άσπρες πέτρες κι όλοι κάθονταν τριγύρω σταυροπόδι, δέχονταν τα κεράσματα και εύχονταν «καλή χρονιά». Αφού έτρωγαν τα γλυκά και τις πίτες και έπιναν το κρασί, σηκώνονταν και έφευγαν για το επόμενο σπίτι.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές φτιάχνουν τη βασιλόπιτα. Τα υλικά, με τα οποία την έφτιαχναν, διαφέρουν από χωριό σε χωρίο. Τις πιο πολλές φορές ήταν ένα καλοζυμωμένο με ζάχαρη ψωμί (όπως και το χριστόψωμο). Άλλες πάλι νοικοκυρές έφτιαχναν τη βασιλόπιτα από την ίδια ζύμη που χρησιμοποιούσαν για τα κουλούρια.

Οι πλούσιες Πολυγυρινές για την πίτα τους χρησιμοποιούσαν: πέντε ποτήρια αλεύρι, τρία ζάχαρη και ένα βούτυρο (που έπρεπε να καλοχτυπηθούν), ένα ποτήρι χλιαρό γάλα, έξι αυγά (ολόκληρα), μισό κρασοπότηρο κονιάκ, το ζωμό και το ξύσμα από ένα πορτοκάλι και μισό λεμόνι και ένα κουταλάκι μπέικιν.

Στη Νικήτη συνήθως ήταν ριζόπιτα με πολλά αυγά και ζάχαρη, στο προς ζύμωση μίγμα. Στη Γαλάτιστα έκαναν τις τσιγκιρόπιτες: έβραζαν το τζιγέρι (του γουρουνιού), το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έβραζαν με ρύζι. Με αυτό το μίγμα ζύμωναν τις τσιγκιρόπιτες. «Τζγιρόπιτα» έκαναν και στα Πετροκέρασα, όπου πάνω τοποθετούσαν κυκλικά κουλουράκια και σ’ ένα από αυτά έβαζαν τον παρά.

Οπωσδήποτε σε κάθε πίτα έπρεπε να υπάρχει μέσα το «φλουρί». Σε πολλά μέρη, εκτός από το φλουρί, τοποθετούσαν στην πίτα και άλλα σύμβολα, ανάλογα με την επιθυμία που η οικογένεια ήθελε να εκπληρωθεί, όπως: μια ελιά, σπυρί σιταριού, κομμάτι κληματόβεργας, ομοίωμα αλετριού, μικρό στεφάνι (μαντρί) κ.λ.π. (μαντρί) Στις τσιγκιρόπιτες έβαζαν μέσα ένα σταυρό από κλαδάκια ελιάς, αντί για φλουρί.

Στην Κασσάνδρα στη βασιλόπιτα βάζουν ένα νόμισμα, ένα φύλλο πουρναριού και ένα άχυρο. Σ’ εκείνον που θα πέσει:

  • το νόμισμα, λένε πως αγαπά τα χρήματα
  • το φύλλο του πουρναριού, πως αγαπά τα αιγοπρόβατα
  • και το άχυρο, πως αγαπά τα βόδια και τη γεωργία κατ’ άλλους το άχυρο συμβολίζει την καλή σοδειά, η ελιά την ειρήνη, το φλουρί την ευτυχία.

Η Πρωτοχρονιά είναι ημέρα εξαιρετικά σημαντική για τον άνθρωπο του λαού, αφού ανανεώνει τις ελπίδες του για ένα νέο ξεκίνημα και για μια ζωή πιο ευτυχισμένη από πριν. Πιστεύοντας, λοιπόν, ότι η καλή αρχή φέρνει και καλό τέλος, προσπαθεί και επιδιώκει, ώστε όλα να αρχίσουν ευνοϊκά και ευοίωνα.

  1. Επίσκεψη στη βρύσηγια το πρώτο νερό του χρόνου, που αποδιώχνει τα κακά του προηγούμενου. Στην Κασσάνδρα η νοικοκυρά σηκωνόταν πολύ πρωί, και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, έβγαινε στην αυλή, έπαιρνε μια πετρά και την τοποθετούσε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, για να πάρει το «αμίλητο νερό». Στη βρύση έριχνε σιτάρι ή τυρί, ανάλογα με την ασχολία της οικογένειας, και ευχόταν (μυστικώς προφανώς): «όπως τρέχει το νερό, να τρέχει κι του μπιρικέτ’!». Κατόπιν πήγαινε στο σπίτι, χωρίς καθ’ οδόν να μιλήσει, έλεγε «χρόνια πολλά» στους σπιτικούς και έχυνε το νερό στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό»!

Στη Γαλάτιστα πάλι οι νοικοκυρές πήγαιναν στη βρύση, τη σταύρωναν με όποια σοδειά είχαν και εύχονταν: «όπους τρέχει του νιρό σ’, βρυσούδα μ’, έτσι να τρέχει κι του βιός μ’!».

  1. Για το καλό της χρονιάς βάζανε ένα κλωναράκι ελιάς στο εικονοστάσι• κατ’ αυτό τον τρόπο η γονιμοποιός δύναμη του αειθαλούς δένδρου στεριωνόταν και μέσα στο σπίτι.
  2. Σε παραλιακά χωριά σκόρπιζαν, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, άμμο στο σπίτι, για να απλωθεί ο πλούτος, όπως η άμμος της θάλασσας.
  3. Θυμίαζαν τα γεωργικά εργαλεία και περιποιούνταν τα κατοικίδια ζώα, για να είναι παραγωγικά όλο το χρόνο. Στο Πολύχρονο μάλιστα, όταν το πρωί πήγαιναν τα βόδια για πότισμα, έβαζαν στα κέρατά τους μια κουλούρα. Εκείνη που θα έπεφτε κάτω, κοβόταν και μοιραζόταν στα βόδια.
  4. Όλη η οικογένεια απαραίτητα θα φορέσει σήμερα κάτι καινούργιο, για το καλό του χρόνου • «δεν γίνεται να αλλάζει το έτος και να μην αλλάζεις ρούχο» και να γιορτάζεις μόνο με τα παλιά.»

Από το βιβλίο του Ιωακείμ Κρικελίκου “Το Δωδεκαήμερο στη Χαλκιδική” 

Δεν υπάρχουν σχόλια: