από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο".
Ο ήλιος ξεπρόβαλε αχάραγα. Οι ακτίνες του τρύπωσαν ναζιάρικα μέσα από τα παραθυρόφυλλα του χαμόσπιτου του μπαρμπα-Θανάση. Τον βρήκαν ξύπνιο. Είχε από ώρα ξυπνήσει. Δεν τον έπιανε ύπνος. Η συνάντηση με τους συμπολεμιστές του τού προκάλεσε αναστάτωση και αδημονία. Ήπιε τον καφέ και, αφού ντύθηκε, κάθισε στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση, μέχρι να έρθουν οι σύντροφοι να τον πάρουν. Έγειρε το κεφάλι του....
σ’ ένα μαξιλάρι που είχε για προσκεφάλι. Ξεδίπλωσε και πάλι το γράμμα που του έφερε ο ταχυδρόμος πριν δυο μέρες. Του έκανε εντύπωση που θα τον τιμούσαν μετά από πενήντα χρόνια. Πού τον θυμήθηκαν; Ο Αττίλας είχε ξεθωριάσει για τους πιο πολλούς. Όχι για τον ίδιο. Τα χέρια του έτρεμαν μόλις ξαναπήρε το γράμμα. Δεν το διάβασε, μόνο το έσφιξε στις παλάμες του. Έκλεισε τα μάτια του και διάφορες σκέψεις άρχισαν να τον τυλίγουν σαν αραχνοΰφαντο πέπλο μέχρι που χάθηκε και ο ίδιος μαζί τους και γύρισε πίσω στον χρόνο.Η ατμόσφαιρα γύρω είχε σκοτεινιάσει από τις εκρήξεις. Τρεις μέρες τους βομβάρδιζαν από στεριά και αέρα. Είχε φτάσει το μεσημέρι της τρίτης μέρας και δεν έλεγε να σταματήσει αυτό το ανελέητο ξέρασμα από φωτιά και θάνατο. Ο ουρανός είχε κρυφτεί πίσω από ένα μαυροκόκκινο πέπλο, ενώ το χρώμα του μύριζε θάνατο, ίδιο του χάρου που καραδοκούσε πάνω από τα κεφάλια των αμυνόμενων· δεν έλεγε να φύγει. Ο χάρος είχε βγει παγανιά και χόρευε βαρύ ζεϊμπέκικο. Ήταν τυλιγμένος στο μαυροσέντονό του και κάθε τόσο έκοβε μια ζωή με το δρεπάνι του, τραγουδώντας βαριά και ασήκωτα το «Μάνα μου Ελλάς που τα παιδιά σου σκλάβους …».
Ένα βλήμα άρματος σφύριξε και έσκασε κοντά στο όρυγμά τους. Ταράχτηκαν και οι τρεις. Ο ένας, ο πιο τολμηρός, ξεπρόβαλε το κεφάλι του και μέσα σε κείνη την κόλαση αντίκρισε ένα άρμα να πλησιάζει. Μπερδεύτηκαν τα άρματα μεταξύ τους. Ξαναλούφαξε στην τρύπα του και σιγομουρμούρισε στους άλλους δυο στρατιώτες, οτι ήρθε η ώρα να φύγουν, αν θέλουν να σωθούν.
Ο Ηρακλής, ο ένας από τους δυο άλλους, ήταν λουφαγμένος στη γωνιά του αγκαλιασμένος με το όπλο του και προσευχόταν. Ο άλλος, ο Γιώργης με τα μεγάλα μούσια και τα μακριά μαλλιά, ήταν άσπρος σαν πανί και πονούσε στο μέρος της καρδιάς. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες και φοβόταν για το τέλος του. Ούτε που τον άκουσαν. Δυσανασχέτησε που δεν πήρε απάντηση ο τολμηρός που τον έλεγαν Θανάση.
Ακούμπησε σε μια σανίδα που βρέθηκε μπροστά του, αφού πρώτα τη στερέωσε πίσω του και στήριξε την πλάτη του. Σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε στο μέτωπό του. Έκαιγε. Ο πυρετός τον έψηνε από το προηγούμενο βράδυ. Ούτε που τον σκεφτόταν. Έπρεπε να ξεφύγουν από εκείνη την πύρινη κόλαση. Έβγαλε το κράνος από το κεφάλι του μαζί με μια τούφα μαλλιά. Το απίθωσε δίπλα του. Γύρισε τον χρόνο πίσω· στην πρώτη μέρα της επίθεσης. Στο μυαλό του εναλλάσσονταν σκηνές βασανιστικές. Αξημέρωτα ξεκίνησαν οι αντίπαλοι με έναν ανελέητο καταιγισμό συγκεντρωτικών βολών. Είχαν ήδη από τις προηγούμενες μέρες διαπιστώσει οτι ο εχθρός σχεδίαζε να εφαρμόσει μια κυκλωτική κίνηση σε σχήμα πετάλου, παρότι οι σύμμαχοι τους διαβεβαίωναν οτι οι άλλοι δε θα προχωρήσουν αλλά θα κρατήσουν στην κατοχή τους τις θέσεις που είχαν κατακτήσει με την εισβολή, ώσπου να βρεθεί λύση. Παραξενεύτηκαν με τις κινήσεις τους και δεν το κούνησαν από τα ορύγματά τους, γνωρίζοντας εκ των προτέρων οτι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, όταν πρόκειται για την πατρίδα. Περίμεναν βοήθεια από τη μάνα – πατρίδα που ποτέ δεν ήρθε, παρότι η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν ήδη θλιβερό παρελθόν.
Ίσιασε τα μαλλιά του και αφέθηκε στις σκέψεις του.
Την πρώτη μέρα, παραμονή της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, το Πάσχα του καλοκαιριού, κι ενώ είχε αποφασιστεί κι από τις δυο πλευρές κατάπαυση του πυρός, οι αντίπαλοι άρχισαν μια πολυμέτωπη πολεμική επιχείρηση. Τους χτύπησαν με όλα τα όπλα. Αρχικά με βόμβες ναπάλμ, ακολούθησε βομβαρδισμός με ρουκέτες και στο τέλος σφυροκόπημα με καταιγιστικές ριπές πολυβόλων. Με το τέλος των αεροπορικών επιθέσεων ακολούθησαν βολές όλμων. Κι όταν το πυροβολικό επιτέλεσε την αποστολή του, ακολούθησαν συντεταγμένες οι ίλες των αρμάτων και πίσω τους σε πυκνή φάλαγγα το εχθρικό πεζικό. Έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από τις θέσεις άμυνας, αφού πρώτα διέλυσαν το συρματόπλεγμα που χώριζε τα δυο στρατόπεδα. Κι ενώ οι εχθροί ήταν σίγουροι ότι θα σπάσουν την άμυνά τους και θα τους απομακρύνουν από τα ορύγματά τους, το πυροβολικό των αμυνόμενων κράτησε το ηθικό ψηλά. Τους έδωσε κουράγιο να πολεμήσουν τον πάνοπλο εχθρό. Το φράγμα πυρός, οι σφαίρες των αμυνόμενων στα ορύγματα, μερικοί όλμοι από πίσω τους και τρία ξεχασμένα ΠΑΟ πάνω σε τζιπάκια κράτησαν τη μάχη αμφίρροπη όλη μέρα χωρίς να μπορέσουν να τους βγάλουν από τις τρύπες τους. Αν και τα άρματα του αντιπάλου είχαν πλησιάσει επικίνδυνα, το πεζικό τους δίσταζε και υποχωρούσε. Οι αμυνόμενοι πληροφορούνταν τις κινήσεις του εχθρού από τα μικρά ραδιόφωνα που είχαν μέσα στα ορύγματα. «Έπιαναν» τον σταθμό των αντιπάλων, τον «Μπαϊράκ», που όλο προπαγάνδιζε τον αγώνα τους. Έπλεκε το εγκώμιο των κατορθωμάτων τους και διακήρυττε πως το εχθρικό στρατόπεδο από ώρα σε ώρα θα πέσει στα χέρια τους. Υποσχέσεις ... Τα παλικάρια παρέμεναν ακλόνητα στις θέσεις τους και αμύνονταν μέχρι που σκοτείνιασε και σταμάτησαν τα πυρά από το αντίπαλο στρατόπεδο.
Ο Θανάσης μετακινήθηκε. Έπιασε ένα παγούρι και το σήκωσε ψηλά. Οι τελευταίες σταγόνες έσταξαν στο φλογισμένο στόμα του. Οι άλλοι δυο ούτε πήραν χαμπάρι. Ήταν βυθισμένοι στις δικές τους σκέψεις. Ο στρατιώτης προσπάθησε να βγάλει το κεφάλι έξω από το όρυγμα για να κατασκοπεύσει, όμως το μετάνιωσε αμέσως, όταν συνεχόμενες ισχυρές εκρήξεις από βόμβες και όλμους έσκασαν δίπλα τους και τους σκέπασαν με χώματα και ξύλα. «Αν δε μας σκοτώσουν, θα μας θάψουν ζωντανούς», σκέφτηκε και σταυροκοπήθηκε. Έπειτα ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του ακουμπώντας την πλάτη του σε μια πιο γερή σανίδα.
Τη δεύτερη μέρα της επίθεσης επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Ομοβροντίες από όλμους, ρουκέτες και βόμβες τους χτυπούσαν από το πρωί. Εκείνοι προσπαθούσαν με τα όπλα τους και τις σφαίρες να τους σταματήσουν. Η επίθεση εκείνης της ημέρας ήταν πιο προσεγμένη από τον εχθρό. Τους χτυπούσαν με όλμους από μακριά και με αεροπλάνα από ψηλά. Τα άρματα δεν πλησίασαν κοντά τους όπως την προηγούμενη μέρα. Αναθάρρησαν οι αμυνόμενοι, όταν ένα τζιπάκι καμουφλαρισμένο με κλαδιά και φύλλα ήρθε σε τέτοια θέση, που άρχισε να ρίχνει στα άρματα των εχθρών ακατάπαυστα.
«Η Παναγία έκανε το θαύμα της», σκέφτηκε ο στρατιώτης. Η μάχη, αν και ήταν το ίδιο σκληρή με την προηγούμενη, δεν είχε απώλειες από την πλευρά των αμυνόμενων, μόνο μερικούς τραυματίες. Ο εχθρός προχώρησε αρχικά μέσα στο στρατόπεδό τους και στη συνέχεια πάτησε το συρματόπλεγμα που τους χώριζε και μπήκε στο δικό τους. Ένιωθαν την καυτή ανάσα του όλη την ημέρα της γιορτής της Παναγίας.
Ο στρατιώτης ασφυκτιούσε όλη αυτή την ώρα που γυρόφερνε στη μνήμη του τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών. Δεν άντεχε άλλο μέσα στο όρυγμα. Ήταν κι αυτός ο διαβολεμένος πυρετός που του έκαιγε τους κροτάφους. Μα και το σύθαμπο με τους καπνούς και η αφόρητη ζέστη τον έπνιγαν όλο και πιότερο, ενώ ο εχθρός πλησίαζε επικίνδυνα.
Από το πρωί της τρίτης μέρας μέχρι και την ώρα εκείνη οι φωτιές και οι ριπές δε σταμάτησαν πάνω από το όρυγμα. Από πάνω τους είχε σχηματιστεί ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο καπνού. Οι όλμοι έπεφταν σωρηδόν σαν χούφτες κουφέτα, ενώ από τις συνεχόμενες εκρήξεις τα ορύγματα σκεπάζονταν με χώματα, πέτρες και ξύλα· θάβονταν ζωντανοί. Οι στρατιώτες, όταν σταματούσαν οι εκρήξεις, έβγαζαν τα όπλα τους και άδειαζαν τη γεμιστήρα στον εχθρό χωρίς να τον βλέπουν. Έπειτα έκαναν την προσευχή τους αγκαλιά με τα όπλα. Από τον ουρανό έπεφταν τρελά βαρέλια με ναπάλμ συντροφιά με φωτιά και θάνατο. Οι φωνές των τραυματιών από τα διπλανά ορύγματα δεν ακούγονταν, όταν ζητούσαν βοήθεια. Τα ουρλιαχτά τους πολλαπλασιάστηκαν, αφού κανείς δεν μπορούσε να τους βοηθήσει σ’ εκείνη την κοσμοχαλασιά.
Ο Θανάσης μετά τις τελευταίες σκέψεις παραμέρισε προσεκτικά τα χώματα που τον σκέπασαν από τις εκρήξεις, γύρισε προς το μέρος των δυο συντρόφων του και τους είπε: «Εγώ θα φύγω και ας σκοτωθώ». Οι άλλοι δυο δεν αποκρίθηκαν. Τον κοίταξαν συλλογισμένοι. Ο φόβος κυριαρχούσε στα μάτια τους. Μη παίρνοντας απόκριση ο στρατιώτης έβγαλε δειλά το κεφάλι του έξω από την τρύπα. Πρόσεξε θολά μέσα στους καπνούς της μάχης το εχθρικό άρμα να τους πλησιάζει. Είχε εισβάλει στο στρατόπεδό τους. Χώθηκε ξανά στην τρύπα και σκούντηξε τον Γιώργη και τον Ηρακλή. Τους ψιθύρισε οτι πρέπει να φύγουν. Ο Γιώργης χωρίς δεύτερη προτροπή τον ακολούθησε την ώρα που εκείνος ξεγλιστρούσε από την τρύπα· ο άλλος έμεινε στη θέση του. Λίγα μέτρα αφότου σέρνονταν καταγής, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τον οδηγό του άρματος και τους άντρες του εχθρικού πεζικού, το τεράστιο τανκ πέρασε από το όρυγμα που μέχρι πριν λίγο τους προστάτευε. Άρχισαν να έρπουν ο ένας πίσω από τον άλλο. Πάνω από τα κεφάλια τους οι σφαίρες σφυροκοπούσαν σαν σφήκες. Κάποιοι άλλοι συμπολεμιστές, που έκαναν το λάθος να σηκωθούν όρθιοι και να τρέξουν, γαζώθηκαν από τον εχθρό. Μοναδική τους σωτηρία το αμαξοστάσιο του Καϊσή. Σερνόμενοι μπήκαν σ’ ένα χωράφι που ήταν γεμάτο πτώματα και ορατό από τον εχθρό. Σφαίρες άρχισαν να τους γαζώνουν και εκατοντάδες πίδακες από χώμα σηκωνόταν γύρω τους. Πρόσεξαν ένα μικρό ρέμα που σχηματίστηκε από τη βροχή μέσα στο χωράφι. Ο προπορευόμενος στρατιώτης έδειξε με το χέρι του. Ο άλλος τον ακολούθησε. Οι εχθροί τους έχασαν από τα μάτια τους και έστρεψαν την προσοχή τους στους άλλους που έτρεχαν να σωθούν χωρίς κάλυψη. Την ώρα που προχωρούσαν ο πόνος και οι φωνές των τραυματισμένων τους έφερναν απελπισία. Βρήκαν το κουράγιο και συνέχισαν να έρπουν, τη στιγμή που πάνω από τα κεφάλια τους απλωνόταν ένα γκριζωπό χρώμα και γύρω τους σκοτωμένοι και από τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα κάλυπταν την περιοχή.
Ούτε και οι ίδιοι κατάλαβαν πόση ώρα σέρνονταν μέχρι να φτάσουν στο αμαξοστάσιο. Όταν σίμωσαν στο πρώτο όρυγμα έξω από το εργοστάσιο, άκουσαν τους Κύπριους Εθνοφρουρούς να τους δίνουν κουράγιο. Ετοιμάστηκαν να σηκωθούν και μεμιάς πλήθος σφαίρες σφύριξαν δίπλα τους. Ξανακούρνιασαν. Σαράντα μόνο μέτρα τούς χώριζαν από τη σωτηρία. Η αγωνία τους μεγάλωσε όταν άκουσαν τα άρματα να πλησιάζουν. Λούφαξαν πάλι στο ρέμα, ώσπου ο Θανάσης πήρε τον λόγο και με αποφασιστικότητα είπε: «Πάμε και ας γίνει ό,τι θέλει». Ο άλλος συμφώνησε. Σηκώθηκαν και ξεχύθηκαν με ορμή. Οι εχθροί, μόλις τους εντόπισαν, άρχισαν να τους πυροβολούν ακατάπαυστα. Έπρεπε να τους αφανίσουν. Από τα πυρά τους πρώτος έπεσε ο Γιώργης. Έπειτα γονάτισε ο άλλος πιάνοντας τον δεξιό του μηρό. Την ώρα που ξαπλώνονταν οι δυο μαχητές χάμω, ο εκφωνητής του εχθρικού σταθμού ούρλιαζε στο μικρό ραδιόφωνο, που είχαν οι Κύπριοι στο όρυγμα της σωτηρίας: «Εκεχειρία;;». Ρωτούσε «γιατί;» τη στιγμή που μπορούσαν να καταλάβουν όλη την πρωτεύουσα, ενώ κελάρυζαν ως υπόκρουση νικηφόρα τραγούδια. Ακολούθησε αλαλία και νεκρική σιγή. Τα πάντα σιώπησαν.
Ο λαβωμένος Θανάσης έσυρε το βλέμμα του στο όρυγμα με τους Κύπριους. Ελάχιστα μέτρα τους χώριζαν. Στράφηκε στο ακούνητο σώμα του συναδέλφου. Πρόσεξε τα κλειστά βλέφαρά του. Προσπάθησε κάτι να ψιθυρίσει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Δίπλα του αιωρούνταν σαν συριγμοί οι φωνές των Κύπριων αγωνιστών, όπως ο άνεμος κάποτε χάιδευε το πρόσωπό του στα κακοτράχαλα μονοπάτια του αγαπημένου του βουνού, τα πρωινά που έβγαζε τις κατσίκες για βοσκή. Σφάλισε τα μάτια και ξάφνου όλα έγιναν μαύρα και θαμπά. Μόνο ένας μακρινός κρότος ηχούσε βασανιστικά…
Ο μπαρμπα-Θανάσης είχε ήδη αποκοιμηθεί στον καναπέ, όταν ένας ισχυρός θόρυβος της τηλεόρασης διέκοψε απότομα τον ύπνο του· κοίταξε το ρολόι του. Πλησίαζε η ώρα της συνάντησης με τους συμπολεμιστές· θα ταξίδευαν στην Κύπρο.
«Πώς πέρασαν κιόλας πενήντα χρόνια από τότε;» μονολόγησε. Εκείνος φυσικά δεν τα ξέχασε ποτέ. Άλλωστε η μοίρα το ΄φερε να μην κάνει οικογένεια· για κείνον οικογένεια ήταν όλοι εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους κατά την εισβολή. Τους κρατούσε εμμονικά στη σκέψη του· ήταν η μόνιμη συντροφιά του.
Πόνος, θυμός και αγανάκτηση ήταν τα συναισθήματα που τον ταλάνιζαν. Δεν ήθελε να βλέπει τίποτε και κανέναν. Με τον καιρό και με τα χρόνια η πρώτη έξαψη χαλάρωσε. Επέστρεψε στο γενέθλιο χωριό κι ασχολήθηκε με τη γη. Η επαφή με τη γη έδωσε νόημα στη ζωή του ώστε να ζει και να δημιουργεί, παρότι οι μνήμες, ανελέητες σαν Ερινύες, βασάνιζαν ακατάπαυστα το θολωμένο μυαλό του.
Σηκώθηκε, φόρεσε το καλό σακάκι κι ετοιμάστηκε να βγει έξω. Θεωρούσε χρέος ιερό να προσκυνήσει το μνημείο στη Μακεδονίτισσα μαζί με τους συντρόφους, προκειμένου να αποτίσουν φόρο – οφειλόμενης τιμής στους πεσόντες ήρωες. Δεν έπρεπε με τίποτα να ξεχάσουν την εισβολή και την κατεχόμενη ακόμη πατρική γη…
Χρήστος Αθ. Φυλαχτός
Δάσκαλος – Συγγραφέας


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου