"ΟΥΔΕΙΣ ΠΛΕΟΝ ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΟΣ "

powered by Agones.gr - livescore

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Η παραδοσιακή τέχνη της βαρελοποιίας στην Ιερισσό Χαλκιδικής

Κείμενο: Ελεονώρα Γκαγκανά

Έχοντας μεγαλώσει στη γειτονιά όπου βρίσκεται το μαγαζί του κ. Γκατζώνη, δε φανταζόμουν ποτέ τι θα μπορούσε να «κρύβεται» στο πίσω μέρος της αυλής του. Στοιβαγμένα σε μια γωνιά του χρόνου και εντυπωσιακά τόσο για τρόπο κατασκευής και τον όγκο τους, όσο και για την... ιστορία που κρύβουν, βρίσκονται καλοδιατηρημένα διάφορα σε μέγεθος και σχήμα βαρέλια από μία εποχή που η ύπαρξή τους ήταν αναγκαία σε κάθε σπίτι του χωριού με νοικοκύρηδες μερακλήδες για κρασί και τσίπουρο και η χρήση τους καθημερινή ή εποχιακή ανάλογα με τον προορισμό και τη χωρητικότητά τους.
Στην Ιερισσό αρκετοί ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν με την τέχνη του βαρελοποιού, όπως μαρτυρούν και οι Εκλογικοί Κατάλογοι των Γενικών Αρχείων του Κράτους που καταρτίστηκαν για τα έτη 1914 και 1927 και αφορούσαν το χωρίο της Ιερισσού και στους οποίους αναφερόταν ως βαρελοποιοί: ο Απόστολος Κυριάκου του Κυριάκου (γεννηθείς το 1874), ο Κωνσταντίνος Σωτηρίου του Δημητρίου, γνωστός και ως «Βαρελάς» (γεν το 1880), ο Μπαντής Αστέριος του Γεωργίου (γεν. το 1986), ο Νικόλαος Συκιώτης του Αστερίου (γεν το 1890), και οι Κούλιας Παναγιώτης του Νικολάου (γεν το 1966), ο Συκιώτης Αθανάσιος του Αστερίου (γεν το 1876) και Συκιώτης Γεώργιος του Αθανασίου (γεν το 1904) αντίστοιχα.(Πληροφορίες από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Μ. Καραστέργιου).
Βαρελοποιοί ανήκαν και στην οικογένεια των Αντωνίου, με το παρωνύμιο «Βαγιωνάς» που σημαίνει βαρελάς, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γεώργιος Αντωνίου του Δημητρίου, ο τελευταίος που ασχολήθηκε επαγγελματικά.
Την τέχνη οι βαρελοποιοί διδάσκονταν είτε από τους γονείς τους, είτε από τους πατέρες του Αγίου Όρους. Κάποιοι μάλιστα εργάζονταν εκεί κατά τους χειμερινούς μήνες του χρόνου ως βαρελοποιοί, όπως ο «Σωτήρης ο Βαρελάς» (Κωνσταντίνος Σωτηρίου) στη Μονή Καρακάλλου αλλά και σε άλλα κελιά (Μουτάφηδες και Τραμουνταναίους). Τους καλοκαιρινούς μήνες επέστρεφε και εργαζόταν στην Ιερισσό και εξυπηρετούσε με την παραγωγή βαρελιών όχι μόνο το δικό μας αλλά και τα γύρω χωριά. Ο συγκεκριμένος μάλιστα είχε ένα σοβαρό ατύχημα, όταν τον καταπλάκωσε ένα μεγάλο βαρέλι, αφήνοντας του μόνιμο πρόβλημα στο ένα του πόδι, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να ασχολείται επαγγελματικά με τη βαρελοποιία μέχρι τα γεράματα του. (Πηγή: Πληροφορίες και φωτογραφία από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο» - Άγιο Όρος -2008, Πνευματικά Δικαιώματα : Ιερόν Ησυχαστήριο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος- Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής).
Ο γνωστότερος τεχνίτης-βαρελοποιός εν ζωή στην Ιερισσό που άνοιξε το σπιτικό του για να μου διηγηθεί την ιστορία του και λεπτομέρειες γύρω από την κατασκευή των βαρελιών είναι ο κύριος Λεωνίδας Συκιώτης, 85 ετών σήμερα, υιός του Νικολάου Συκιώτη αλλά και ανιψιός του Γεωργίου Συκιώτη, αμφότερων βαρελοποιών, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη του βαρελοποιού είχε αναχθεί σε οικογενειακή πλέον υπόθεση. Διδάχθηκε την τέχνη από τον πατέρα του, δουλεύοντας από το 1942 έως και το 1968, οπότε και σταμάτησε, για να ασχοληθεί για βιοποριστικούς λόγους με άλλα πιο αποδοτικά επαγγέλματα, αλλά το γεγονός αυτό δεν αφαίρεσε καθόλου από τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια της περιγραφής του όσο μου εξηγούσε τη διαδικασία για την κατασκευή ενός βαρελιού.
Αρχικά, όπως αναφέρει έπρεπε να επιλεγεί το κατάλληλο ξύλο με βάση το περιεχόμενο του βαρελιού. Για τα βαρέλια που θα περιείχαν κρασί, καταλληλότερο ήταν το ξύλο καστανιάς, ανθεκτικό στην υγρασία και την υψηλή θερμοκρασία, ενώ για τα βαρέλια που θα περιείχαν ούζο και τσίπουρο επιλεγόταν ξύλο δρυός, το οποίο δουλευόταν μεν πιο δύσκολα αλλά δεν υπήρχε κίνδυνος να αφήσει χρώμα στο ποτό, όπως η καστανιά που ξέβαφε. Το κυπαρίσσι το απέφευγαν λόγω της έντονης μυρωδιάς του ξύλου που αναπόφευκτα επηρέαζε το περιεχόμενο. Τα ξύλα, που υπήρχαν σε αφθονία στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στο Άγιο Όρος, προμηθευόταν είτε ο κατασκευαστής είτε κατόπιν δικής του υπόδειξής του για τις διαστάσεις ο ενδιαφερόμενος αγοραστής. Σε κάθε περίπτωση όμως έπρεπε να ξεραθούν καλά για να φύγει από μέσα τους η υγρασία και μετά να δουλευτούν.
Επρόκειτο για μία διαδικασία που απαιτούσε όχι τόσο δύναμη, αλλά περισσότερο δεξιοτεχνία και σωστούς μαθηματικούς υπολογισμούς. Αφότου γινόταν η παραγγελία από τον οινοποιό και συνεπώς ήξερε ο βαρελάς τι χωρητικότητας ήταν το βαρέλι που έπρεπε να κατασκευαστεί, υπολόγιζε το σωστό ύψος και την περίμετρο που βαρελιού που σημειωτέον ήταν διαφορετική στο μέσο και διαφορετική στα δύο άκρα, αφού το βαρέλι στένευε πάνω και κάτω. Όλα ήταν ζήτημα ορθού υπολογισμού της «φαλτσογωνιάς», όπως αναφέρει. Οι μετρήσεις γινόταν με το «κομπάσο», ένα εργαλείο σε σχήμα μεγάλου διαβήτη, με προσαρμοζόμενο κατά την περίσταση άνοιγμα βραχιόνων ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού που επιθυμούσε να κατασκευάσει. Το μέγεθος του βαρελιού καθόριζε επίσης όχι μόνο το μήκος και το πλάτος των ξύλων αλλά και το πάχος τους για να είναι ανθεκτικά και οι μετρήσεις στην περίπτωση αυτή γινόταν με σπάγκο προκειμένου να βρεθεί ο αριθμός των κομματιών των ξύλων που ενωμένα θα σχημάτιζαν το βασικό κορμό του βαρελιού. Τα ξύλα αυτά ονομαζόταν «δόγες».
Οι δόγες ήταν ακατέργαστες, αλλά για να μπορέσουν να δουλευτούν έπρεπε να περάσουν από την «πλάνη» για τη λείανση του ξύλου αλλά και από τη «ροκάνη», εργαλείο για το κόψιμο του ξύλου στο σωστό σχήμα, αφού για να μπορέσει να κάνει κοιλιά στη μέση το βαρέλι, αλλά και για να κλείσει πάνω και κάτω, τα ξύλα έπρεπε να κοπούν ελαφρώς στενότερα στα άκρα τους. Αν τυχόν κάποια από τις δόγες είχε ρόζους, έλιωναν κερί και το περνούσαν από πάνω, γεμίζοντας τους ρόζους για να αποφύγουν τις απώλειες του υγρού από εκείνο ο σημείο. Όταν ολοκληρωνόταν αυτή η φάση της κατασκευής, στο εσωτερικό από τις δόγες, και σε απόσταση περί τα 3 εκατοστά από τα άκρα τους, τόσο στο κάτω όσο και στο πάνω μέρος τους, αν το βαρέλι προοριζόταν να γίνει κλειστό χαρασσόταν η «γαδοτήρα», δηλαδή το σημείο όπου θα τοποθετούνταν και θα «κούμπωναν» τα καπάκια ή αλλιώς τα «φούντια». Για το σωστό μέγεθος των καπακιών πάλι ο υπολογισμός γινόταν με το κομπάσο. Τα καπάκια/πάτοι φτιάχνονταν όχι από ενιαίο στρογγυλό ξύλο αλλά από περισσότερα μικρά κομμάτια που ενωνόταν μεταξύ τους αρχικά με καβίλιες και αργότερα με κόλλα. Όσο μεγαλύτερη εμπειρία αποκτούσε κάποιος, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους υπολογισμούς αυτούς ως «πατρόν» για μεταγενέστερη κατασκευή.
Ένα βήμα πριν το τελικό στάδιο, έπρεπε να μετρηθούν στο σωστό μέγεθος και τα «τσέρκια», δηλαδή τα σιδερένια στεφάνια που θα συγκρατούσαν τις δόγες ενωμένες μεταξύ τους και χωρίς κενά, για να μη χύνεται το περιεχόμενο. Οι μετρήσεις γινόταν και εδώ με σπάγκο και με βάση την περίμετρο του εξωτερικού σημείου του βαρελιού όπου θα τοποθετούνταν το κάθε στεφάνι. Τις σιδερένιες αυτές βέργες τις προμηθεύονταν από το εμπόριο σε κουλούρες και τις έκοβαν οι ίδιοι οι βαρελάδες στο επιθυμητό μέγεθος, τοποθετώντας πριτσίνια στα άκρα τους για να μπορέσουν να σχηματίσουν στεφάνια. Τα στεφάνια αυτά τα έβαφαν με μπογιά μίνιο, συνήθως κόκκινο χρώμα, λόγω της αντισκωριακή και αντιοξειδωτική του δράσης.
Το δυσκολότερο σημείο ήταν εκείνο κατά το οποίο έπρεπε να δοθεί η σωστή κλίση στο ξύλο, δηλαδή να λυγίσουν οι δόγες και να τοποθετηθούν μετά το λύγισμα στη σωστή θέση η μία δίπλα στην άλλη για να δέσει η κατασκευή. Για να επιτευχθεί αυτό χρησιμοποιούσαν φωτιά και νερό. Μερικοί τεχνίτες «έκαιγαν» τις δόγες και τις έβρεχαν ξεχωριστά την κάθε μία λυγίζοντάς τες όμως όλες με την ίδια κλίση. Άλλοι τεχνίτες μεταξύ των οποίων και ο κ Λεωνίδας Συκιώτης ακολουθούσαν την εξής διαδικασία: Τοποθετούσαν τις δόγες όρθιες «φυτεμένες» στο έδαφος, και περνούσαν γύρω τους κάποια στεφάνια, συνήθως τέσσερα, σφίγγοντας ελαφρά το ένα μέρος του βαρελιού, με αποτέλεσμα οι δόγες στην άλλη πλευρά να είναι ανοιχτές. Μετά έβαζαν φωτιά στο εσωτερικό και όσο «καιγόταν» το ξύλο, έριχναν σταδιακά νερό στην εξωτερική πλευρά του βαρελιού, πετυχαίνοντας έτσι με το συνδυασμό των δύο την επιθυμητή κλίση στα ξύλα. Στη συνέχεια τοποθετούνταν το καπάκι και τα υπόλοιπα στεφάνια με τη βοήθεια της «σκύλας», ενός ξύλινου εργαλείου με σίδερο και γάντζο της μέση, και αφού έσφιγγαν όλα τα στεφάνια χτυπώντας τα με τη «βαριά», έκλειναν σταδιακά το βαρέλι. Φυσικά δεν αμελούσαν να δημιουργήσουν τρύπες, μία στην κοιλιά του βαρελιού, την «όκνα», από όπου τοποθετούνταν μετά το κρασί στο εσωτερικό του, και μία στον ένα πάτο, όπου τοποθετούσαν κάνουλα για να μπορεί να τρέχει το ποτό, αφού ολοκλήρωναν τις τυχόν ατέλειες πάλι με μικρότερη πλάνη και ροκάνη.
Πριν χρησιμοποιηθούν για πρώτη φορά τα βαρέλια τα γέμιζαν με ζεστό νερό, ούτως ώστε να φουσκώσουν και να εφαρμόσουν καλύτερα οι δόγες η μία με την άλλη αλλά και για να ελέγξουν αν υπάρχει κάποια διαρροή. Η ίδια διαδικασία γινόταν και αφού είχε αδειάσει όλο το περιεχόμενο τους και έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και πάλι μετά από καιρό. Τη συντήρηση τους αναλάμβαναν και οι βαρελάδες με αντικατάσταση κάποιου προβληματικού σημείου. Για τη διαρροή η λύση δινόταν με ένα χόρτο, το «ραγάζι» ή «ζήνα», το οποίο έμοιαζε με καλάμι και αφού ξεραινόταν καλά, τοποθετούνταν στα κενά μεταξύ των ξύλων και στερεωνόταν με μια κόλλα φτιαγμένη από αλεύρι και νερό, αλλά και με χτύπημα παράλληλα και των στεφανιών για να σφίξουν καλύτερα τα ξύλα μεταξύ τους. Τα βαρέλια φυλάσσονταν είτε γεμάτα είτε άδεια σε σκοτεινό και δροσερό μέρος για να μην ξεραίνεται το ξύλο και ανοίγει. Η φιλοσοφία πάντως πίσω από την κατασκευή και από τη συντήρηση των βαρελιών ήταν πάντα η ίδια με μικρές ωστόσο παραλλαγές στη διαδικασία, ανάλογα με το είδος και το μέγεθος του καθενός.
Τα μεγέθη των βαρελιών ήταν ποικίλα βάσει της χωρητικότητας τους. Τα μικρότερα, οι αποκαλούμενες «μπούκλες» ήταν χωρητικότητας περίπου 2 κιλών, και χρησιμοποιούνταν ως παγούρια. Από’ κει και πέρα το μέγεθος ποικίλε και μπορεί να κατασκευάζονταν βαρέλια χωρητικότητας 50 και 80 κιλών με πιο γνωστές τις λεγόμενες «παραβούτες» ή «σταυροπαραβούτες», το ύψος των οποίων ήταν συνήθως λίγο περισσότερο από 1 μέτρο και χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των σταφυλιών. Μάλιστα για να μπορέσουν να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σταφύλια κατά το φόρτωμα, χρησιμοποιούσαν οι τρυγητές ένα ξύλο με φυσικές διακλαδώσεις στη μια άκρη του, την «τσαπατήρα, για να ζουλήξουν τα σταφύλια και να δημιουργηθεί μεγαλύτερος χώρος. Βαρέλια για μεταφορά ήταν επίσης και οι «πίπες», αλλά διέφεραν σε σχήμα καθώς ήταν ωοειδείς και πλατιές, διευκολύνοντας τη φόρτωση σε ζώο, κάρα και βάρκες. Τέλος κατασκευάζονταν τεράστια βαρέλια, χωρητικότητας 200, 500, 1000 έως και 2000 κιλών, οι αποκαλούμενες «μπόμπες» ή «πατητήρια».
Τα τελευταία αυτά βαρέλια που ξεπερνούσαν σε ύψος τα 2,5 με 3 μέτρα, είχαν πάτο μόνο στο κάτω μέρος τους και ήταν ανοιχτά από πάνω. Εκεί άδειαζαν το περιεχόμενο από τις παραβούτες και έμπαιναν μέσα άνθρωποι για το πάτημα των σταφυλιών. Χρειαζόταν μάλιστα πολλή προσοχή καθώς ο μούστος δημιουργούσε αναθυμιάσεις και πολλοί ήταν εκείνοι που λιποθυμούσαν μέσα στο βαρέλι με κίνδυνο ακόμη και να πνιγούν. Για να εξέρχεται το υγρό από τα πατημένα σταφύλια υπήρχε μια οπή στο κάτω πλαϊνό μέρος του βαρελιού, στην οποία, προτού αρχίσει το κρασί να χύνεται, τοποθετούσαν «σπαραγγιά», ένα χόρτο με πολλά αγκάθια που λειτουργούσε σαν τούλι, κατακρατώντας τη σαβούρα (κοτσάνια, κουκούτσια, φύλλα και φλοιούς). Στο πλαϊνό κοίλο μέρος των βαρελιών αυτών ήταν κατασκευασμένη ολόκληρη πόρτα, την οποία κρατούσε σταθερή και ασφαλισμένη στο βαρέλι ένα ξύλο, λειτουργώντας ως περάτης, το οποίο αφαιρούμενο επέτρεπε την πρόσβαση στο εσωτερικό του βαρελιού για τον καθαρισμό του. Για να αντιληφθεί κανείς τη σταθερότητα της κατασκευής αλλά και τον όγκο τους αρκεί να αναφέρω το εξής περιστατικό: Σύμφωνα με μαρτυρία της κ. Βενετίας Χασάπη, κατά τη διάρκεια του σεισμού του 1932 στην Ιερισσό, στο σπίτι ιδιοκτησίας Αικατερίνης και Μαρίας Ματζώνα, το πάνω πάτωμα υποχώρησε, πέφτοντας στο υπόγειο, όπου όμως βρισκόταν ένα τέτοιο βαρέλι, το οποίο άντεξε το βάρος της πλάκας που επικάθησε πλάγια στην κορυφή του, επιτρέποντας στις 2 γυναίκες να κρατηθούν από τις άκρες στο πάνω στόμιό του και να μη γκρεμιστούν στο κάτω πάτωμα. Σώθηκαν παραμένοντας κρεμασμένες εκεί και καλώντας σε βοήθεια, μέχρι που τις άκουσαν και τις απεγκλώβισαν.
Τα βαρέλια όταν μετά από καιρό χρήσης έπρεπε πια να αντικατασταθούν, δεν ήταν άχρηστα, καθώς ναι μεν δε μπορούσαν να φυλάξουν κάτι υγρό, αλλά λειτουργούσαν σαν αποθηκευτικοί χώροι για σιτάρι, καλαμπόκι κτλ. Ακόμη και τα τσέρκια αποκτούσαν νέα ρόλο ως αντικείμενα παιχνιδιού στα χέρια των παιδιών, που ευρηματικά χρησιμοποιούσαν τεθλασμένο σύρμα τηλεφώνου, το οποίο στη μια άκρη λύγιζαν και μέσα περνούσαν το στεφάνι όρθιο και από την άλλη το κρατούσαν και έτρεχαν, κυλώντας μαζί τους και το τσέρκι. Το παιχνίδι το αποκαλούσαν «ζαγκάρι».
Η διασκέδαση αυτή δεν υπάρχει σήμερα, και δυστυχώς λίγα είναι και τα βαρέλια που σώζονται στην Ιερισσό σε καλή κατάσταση.
Η κατασκευή των χειροποίητων ξύλινων βαρελιών άρχισε σταδιακά να φθίνει αφενός λόγω της καταστροφής των αμπελιών της περιοχής που οφειλόταν σε ασθένεια του φυτού (φυλλοξήρα), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει παραγωγή κρασιού και συνεπώς να μην είναι πλέον χρήσιμα τα βαρέλια και αφετέρου εξαιτίας της αντικατάστασής τους είτε από τα φθηνότερα, ελαφρύτερα και ευκολότερα στη μεταφορά πλαστικά και ανοξείδωτα βαρέλια, ή από εισαγόμενα ξύλινα βαρέλια τα οποία αναζητούσαν οι ενδιαφερόμενοι από εμπόρους που εισήγαγαν «βαριά ψητά» όπως χαρακτηριστικά λέει (εννοώντας το ουίσκι), όταν πλέον αυτά ήταν άδεια περιεχομένου, επειδή μπορούσαν να τα αγοράσουν στη μισή τιμή.
Εξαιτίας της καινούργιας αυτής πραγματικότητας, οι νεότεροι που είχαν την ευκαιρία να διδαχθούν την τέχνη αυτή επέλεξαν να στραφούν σε άλλες κατευθύνσεις και πλέον είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να αναφερθούν σ’ αυτήν με ακρίβεια, είτε γιατί ασχολήθηκαν επαγγελματικά με αυτή, όπως ο κύριος Λεωνίδας Συκίωτης, είτε γιατί παρακολούθησαν πολλάκις τη διαδικασία κοντά σε εξειδικευμένους μάστορες στο Άγιο Όρος το οποίο επισκέπτονταν συχνά, όπως ο Άκανθος Ψέμμας που μου παρείχε διευκρινίσεις, και τους οποίους θέλω ειλικρινά να ευχαριστήσω και για την προθυμία τους να μου δώσουν πληροφορίες αλλά και για την ικανότητά τους, μέσα από τις ζωντανές περιγραφές τους, να με κάνουν να νιώσω ένα αίσθημα ακόμη και νοσταλγίας, έστω κι αν αναφερόταν σε μία εποχή την οποία δεν πρόλαβα καν να ζήσω. &
Δημοσιεύθηκε στο 11ο τεύχος του περιοδικού "Κύτταρο Ιερισσού"
Από τον Ιερισσιώτη Μιχάλη Χασάπη στο fb:
Michalis Hasapis Ο παππούς μου ( Κωνσταντίνος Σωτηρίου) είχε φτιάξει και γιά την οικογένειά μου δύο καστανίσιες παραβούτες των 2.500 κιλών εκάστη όπου βάζαμε 5.000 ( αγορασμένα) σταφύλια. Σαν φίλτρο στην οπή εξόδου του κρασιού βάζαμε δεμάτια θυμάρι με δύο πλυμμένες πέτρες για στερέωση. Για την πρώτη θλίψη των σταφυλιών χρησιμοποιούσαμε "τσαπατήρια" από γλυστροκουμαριά, ένα με πατούσα 25×15 εκατοστά και ένα χωρίς πατούσα αλλά με υπολείμματα 2-3 εκατοστών των κλωναριών (τσαπάδια)..

Φωτογραφίες:

1. "Βαρέλι φύλαξης κρασιού" [Φωτογραφία από Αποθήκη - Πατητήρι κ. Θεοδώρου Γκατζιώνη]
2. “Βαρέλι-Μπόμπα για πάτημα σταφυλιών" [Φωτογραφία από Αποθήκη - Πατητήρι κ. Θεοδώρου Γκατζιώνη]
3. Ο βαρελοποιός Κωνσταντίνος Σωτηρίου ή Βαρελάς!

4. Ξύλινα κομμάτια για την κατασκευή Βαρελιού" - Διαδίκτυο.
1) Κοίλανση
2) Στήριξη
3) Λείανση,
4) Ροκάνισμα για κοίλο σχηματισμό
5) Κλίση (άνω και εσωτερική όψη)
6) Πλαϊνή όψη ολοκληρωμένης δόγας- Κοπή εσοχής (για καπάκι)
7) Οπή πώματος
8 ) Κοπή με κλίση (καπάκι-πλαϊνή όψη)
9) Καπάκι (άνω όψη)- Ραγάζι ή ζήνα (χόρτο μόνωσης)

10) Καπάκι: Τρύπες και καβίλιες για συναρμολόγηση ξύλων.

 5. Εργαλεία βαρελά








Δεν υπάρχουν σχόλια: