"ΟΥΔΕΙΣ ΠΛΕΟΝ ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΟΣ "

powered by Agones.gr - livescore

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ «ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ»

Γράφει ο Γιώργος Ζωγραφάκης

Μάθε, παιδί μου, γράμματα…


             (Αφιέρωμα στην «ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ», την 30ή Ιανουαρίου)

      

Ασφαλώς, η γραφή, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες δημιουργίας και ανάπτυξης του πολιτισμού. Και ακόμη περισσότερο, η τυπογραφία, αξιοποιώντας τη γραφή, πολλαπλασίασε τη σημασία και αξία του βιβλίου που, ολοένα και ευκολότερα, έφτανε πλέον ως τα χέρια και του φτωχού λαού.

  Στη νεότερη ελληνική ιστορία έχει καθιερωθεί να γιορτάζονται τα «Γράμματα», τα σχολεία, τα βιβλία, συνακόλουθα οι επιστήμες, την...

ημέρα των Τριών Ιεραρχών, αφού οι φωτισμένοι αυτοί Ιεράρχες της Ορθοδοξίας, έδωσαν, παράλληλα με την εκκλησιαστική τους δραστηριότητα, ανάλογη σημασία στις σπουδές, στις επιστήμες, στη γνώση.

  Συχνά, ως δάσκαλος επί πολλά χρόνια, ιδιαίτερα την ημέρα των Τριών Ιεραρχών, προσπαθούσα να φέρνω στα παιδιά μου παραδείγματα, που να καταδεικνύουν την αξία των γραμμάτων. Θα αναφέρω εδώ δυο απ’ αυτά τα παραδείγματα:

 

  Το πρώτο,  καταγράφεται σ’ ένα από τα αριστουργήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, στον «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη. Ανάμεσα στα πρόσωπα του επικού αυτού μυθιστορήματος, είναι ο γέρο Σήφακας και ο μικρός εγγονός του, το φοβερό «Θρασάκι». Ο εκατοχρονίτης λοιπόν καπετάν Σήφακας, αφού χόρτασε πολλές δεκαετίες το τουφέκι και το δρεπάνι, και ενώ ο γιος του, ο Καπετάν Μιχάλης, βρίσκεται στο βουνό, πολεμώντας τον Τούρκο, σε μια ακόμη επανάσταση της Κρήτης, αυτός, στο χωριό, ζητά από το μικρό Θρασάκι, να του μάθει την αλφαβήτα! «Μεράκι μεγάλο είχε πιάσει τον παππού να μάθει, ας είναι και στα βαθιά γεράματα, λίγα κολλυβογράμματα, να γράφει, λέει, τ’ όνομά του· είχε κι έναν άλλο σκοπό στο νου του, μα δεν τον ξεφανέρωνε ακόμη του εγγονού του…»

  Δεν έλεγε, λοιπόν, στο εγγόνι του, τι τα ήθελε τα γράμματα, τώρα στα βαθιά γεράματα, ο παππούς. Ωστόσο, «…σκυμμένος ο γέρο Σήφακας στην πλάκα, κρατούσε όσο μπορούσε πιο ανάλαφρα το κοντύλι, να μην το σπάσει, κι έγραφε ένα ένα, αγκομαχώντας, την Αλφαβήτα… Πρέπει να βιαστώ, συλλογίζουνταν, πρέπει να βιαστώ, να προφτάσω.»

  Και αλλού, ο παππούς λέει, τελικά, στο μικρό δάσκαλό του: « Και τώρα, ήρθε η ώρα, άκου το μυστικό μου… άλλος ήταν ο σκοπός μου… Να μου μάθεις να γράφω ένα πράμα, ένα μονάχα, Θρασάκι μου, να μην πεθάνω πριν το μάθω… Να, μιαν κρητικιά κουβέντα· οδήγα το χέρι μου, μάθε το να γράφει τα τρία τούτα λόγια

  Ο παππούς χαμήλωσε τη φωνή του:  «Ελευτερία ή Θάνατος.»

  Αυτό μονάχα ήθελε να μάθει να γράφει ο εκατοχρονίτης γέρο Σήφακας. Κι ως το ’μαθε, πήρε ένα κουτί μπογιά και μια βούρτσα, κι άρχισε να γράφει στους τοίχους, στις πόρτες, όπου εύρισκε κατάλληλο χώρο, το μαγικό σύνθημα: ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ! Με κεφαλαία. Γι αυτό μόνο τα κεφαλαία ήθελε να του μάθει ο μικρός του δάσκαλος. Και, αν και γέμισε το χωριό με το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ, κάτι ακόμη θέλει να κάνει, για να ολοκληρώσει την ικανοποίησή του. Έτσι, μια μέρα λέει στο «βοσκό» του να πάρει μια σκάλα, παίρνει κι αυτός το ντενεκέ τη μπογιά και τη βούρτσα, και πάει στο καμπαναριό της εκκλησιάς, «…ο γέρος τώρα είχε σκαρφαλώσει ως την κορφή της σκάλας… βούτηξε τη βούρτσα στη μπογιά, άπλωσε το χέρι κι άρχισε να γράφει, ένα ένα, θεόρατα κεφαλαία Ε,Λ,Ε… Έγραψε όλα τα κεφαλαία, κρατούσε ακόμη τη βούρτσα, ξέχασε πως ήταν απάνω στη σκάλα, κι αποτραβήχτηκε κατά πίσω, να τα δει πιο καλά και να τα καμαρώσει. Μα ως έγερνε το κορμί, έχασε το σοζύγι, άπλωσε τα μπράτσα και γκρεμίστηκε κάτω…»

  Έτσι τελειώνει η ζωή του γέρο Σήφακα, έχοντας ωστόσο ζήσει την ικανοποίηση του μαχητή, έστω και αν αυτό δε γινόταν πια με το ντουφέκι, αλλά με τη δυνατότητα να γράψει και να διαλαλήσει το ιερό σύνθημα.


  Μια άλλη αναφορά, που έκανα πάντα, ήταν από το επίσης αριστούργημα της λογοτεχνίας μας, το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», του Μενέλαου Λουντέμη. Εκεί ο Μέλιος, ένα μικρό, πεντάρφανο παιδί, δουλεύει βόσκοντας γελάδια σε σκληρόν αφέντη, αλλά ο καημός κι πόθος του είναι να βρει βιβλία, ό,τι βιβλία νάναι, να μάθει γράμματα, ακόμη και μόνος του, περισσότερο όταν ένας καλός δάσκαλος του δίνει κάποια βιβλία να διαβάζει. Και, αργά τη νύχτα, στο πατάρι του στάβλου, διαβάζει μόνος του, ώσπου ο σκληρόκαρδος αφέντης του τον τιμωρεί, γιατί χαλά το λάδι του λυχναριού και του λέει με σκληρότητα, «… από αύριο κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, δε σε πήρα για γραμματικό! Εξηγηθήκαμε;  Άντε πέσε τώρα να κοιμηθείς κι αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι…».

  Στον καημό του να μάθει γράμματα, εκτός από σκληρούς ανθρώπους, βρίσκει και καλούς και πονόψυχους. Εκτός από το δάσκαλο, υπέροχος ήταν ο φτωχός μπάρμπα Ανέστης, ο γύφτος ο Μπίθρος, ο επιστάτης του σχολείου μπαρμπα –Θόδος, ορισμένοι (λίγοι) καθηγητές, πάντως με όλες του τις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις προσπαθεί να βρίσκεται στο δρόμο της μόρφωσης, χωρίς να υποχωρεί από τις προσωπικές του αρχές. Σε όλο πάντως αυτό το βιβλίο, η αγάπη προς τη μόρφωση, προς τα γράμματα, είναι βασικό στοιχείο και βασικό μήνυμα του σπουδαίου συγγραφέα, του Μ. Λουντέμη.


  Όμως, θα ήθελα ακόμη, πέρα από τα δυο αυτά παραδείγματα, να σημειώσω και κάτι προσωπικό: Δεν εννοώ το παιδικό και νεανικό μου πάθος με ό,τι εύρισκα τυπωμένο, όσο ένα περιστατικό που με ’κανε τότε, ίσως για πρώτη φορά, να πάρω στα πολύ σοβαρά το δασκαλίκι μου. Ήταν 1961, ήμουν Αρχισμηνίας Αεροπορίας (!) –το θαυμαστικό για το αξιόλογο μηνιάτικο που έπαιρνα – και υπηρετώντας στην Αθήνα, νοίκιασα ένα δωμάτιο εκεί κάτω στον Άλιμο. Σπιτονοικοκυρά είχα μια γιαγιά, σίγουρα πάνω από 70 χρονών, η οποία με έβλεπε με εμφανή επιφυλακτικότητα, με το ζόρι μου έλεγε καλημέρα. Τέλος πάντων, αυτό δεν ήταν περίεργο, φαίνεται πως κι εγώ την έβλεπα το ίδιο, το περίεργο ήταν αυτό που συνέβη ξαφνικά: Η κυρά Παναγιώτα, από κάποια μέρα και μετά, άλλαξε εντελώς απέναντί μου. Χαμόγελα, καλημέρες, ολοφάνερη αλλαγή. Και ακόμη, μετά μια δυο μέρες, μόλις με είδε, με πολλά χαμόγελα μου λέει, «κύριε Γιώργο, πότε θα ρθείτε να σας φτιάξω έναν καφέ, τόσο καιρό δεν καταδεχτήκατε να μπείτε στο σπίτι μου», τι να καταδεχτώ, ακόμα και το νοίκι το έπαιρνε στην πόρτα, τέλος πάντων, την άλλη μέρα πήγα, χαρές η γιαγιά, κεράσματα, και από πού είσαι κ. Γιώργο και τι κάνουν οι δικοί σου και άλλα παρόμοια. Απορούσα εγώ, ώσπου ξαφνικά μου έσκασε το μυστικό: κ. Γιώργο, είναι αλήθεια ότι είσαι δάσκαλος; Ναι, λέω εγώ, πού το έμαθε σκεφτόμουν, ώσπου μου λέει: Ξέρεις, κ. Γιώργο ότι πάω σχολείο!; Σε νυχτερινό! Κι έχουμε έναν ωραίο δάσκαλο! Και, πριν συνέλθω από την έκπληξή μου,  πιάνει μια μικρή κορνίζα, δεν την είχα προσέξει, και περήφανη μου δείχνει μια φωτογραφία με καμιά δεκαπενταριά μεγάλους ανθρώπους, στην ηλικία της οι πιο πολλοί, γυναίκες οι περισσότερες. Να η τάξη μου, μου λέει. Είδα, απορημένος, τη φωτογραφία, ανάμεσα στους γερόντους αυτούς, ένας νεαρός δάσκαλος, ήταν δεν ήταν 22-23 χρονών, προφανώς αδιόριστος, «νομαρχιακούς» τους λέγαμε τότε. Κι αμέσως μετά –άναυδος εγώ – μου φέρνει ένα τετράδιο που έγραφε την «αντιγραφή» της, γραφή και εικόνα Δευτέρας Δημοτικού!

  Αυτή την εικόνα, αυτή τη σκηνή, δεν θα την ξέχασα ποτέ. Κι ίσως από τότε, ένιωσα το «δασκαλίκι» μου αρκετά ψηλότερα, από κει που, για διάφορους λόγους, το είχα ως τότε.

  Αυτά τα ολίγα για τα «Γράμματα» και την αξία τους, γι αυτό και ο καημός πολλών γονιών, ιδιαίτερα φτωχών οικογενειών, «μάθε, παιδί μου, γράμματα», κατανοητός. Διαχρονικά θεωρείται ο δρόμος να φύγει κανείς από την αφάνεια και ν’ ανέβει ψηλά, να γίνει «άνθρωπος»! –αλλά και να προκόψει στη ζωή του.

  (Λυπάμαι που, ο περιορισμένος χώρος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω κι ένα ποίημά μου, γραμμένο στις 30-1-1959 –δημοσιεύτηκε στην εφ. «Πατρίς» Ηρακλείου. Ποίημα της «εποχής της αθωότητας», βέβαια ...) Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε, παλαιότερα, στον ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟ ΛΟΓΟ της Θεσσαλονίκης.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: