«Τον άρχοντα τριών δει μέμνησθαι: Πρώτον ότι ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει»

powered by Agones.gr - livescore

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Τα πένθη και τα μοιρολόγια

Του Γιώργου Ζωγραφάκη

Τα πένθη κατά κανόνα αφορούν την απώλεια προσφιλούς προσώπου. Το πένθος είναι τόσο μεγαλύτερο, όσο νεότερο είναι το «θύμα». Μέσα στα πένθη ξεχωρίζουν τα θύματα των πολέμων, γιατί πρόκειται κατά κανόνα για νέους ανθρώπους. Τέτοιος ήταν και ο θάνατος ενός μεγαλύτερου αδελφού μου, του Μιχάλη (Μιχαήλου), που σκοτώθηκε στην Αλβανία στις 30 Ιανουαρίου 1941, ενώ την προηγούμενη μέρα είχε πληροφορηθεί τη γέννηση του μοναχογιού του, ο οποίος φυσικά δεν γνώρισε πατέρα. Παρακάτω αποσπώ σχετικά από τις σελ. 16-18, του βιβλίου μου «13878 + 10 ημέρες»

«Τα μοιρολόγια στην Κρήτη δεν είναι υπόθεση...

μόνο του χρόνου του πένθιμου γεγονότος. Συχνά κρατάνε μήνες και χρόνια, κάποτε μάλιστα μια ζωή ολόκληρη. Όπως και τα μαυροφορέματα. Έτσι έγινε και με το πένθος για το θάνατο του Μιχάλη. Αντί άλλης περιγραφής, παραθέτω το διήγημα «Τα πένθη και τα μοιρολόγια», όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Ένα παιδί μεγαλώνει στο Ζαρό της Κρήτης» (σελ. 37-39), και το περιέλαβα και στο βιβλίο για την Αλβανία (σελ. 131-132). Το παραθέτω, σχεδόν ολόκληρο, και εδώ:

Τα πένθη και τα μοιρολόγια

Βέβαια, ο απόηχος του πολέμου που είχε φέρει η Κατοχή, ήταν συχνή αναφορά στη ζωή μας τότε. Και να θέλαμε να τον ξεχάσουμε δεν ήταν δυνατόν, αφού τα σημάδια του είχαν μείνει με ανεξίτηλο μαύρο μελάνι στη ζωή της οικογένειάς μας. Κι αυτά τα σημάδια ήταν οι νεκροί που έμειναν στον πόλεμο, εκεί στα αφιλόξενα βουνά της Αλβανίας. Πριν απ’ όλα ήταν ένας μεγάλος μου αδελφός, ο Μιχάλης. Ήταν από άλλη μάνα, την πρώτη γυναίκα του πατέρα μου που, τόσο αυτή, όσο και τα τρία παιδιά που απόχτησαν, χάθηκαν. Τελευταίο ήταν ο Μιχάλης, το καμάρι του σπιτιού, αριστοκράτης για τα μέτρα του χωριού, που έφυγε για τον πόλεμο έξι μήνες μετά το γάμο του, και δε γύρισε ποτέ. Έμεινε εκεί σε μια κορφή, στο Κιούκιαρι της Αλβανίας, στις 30 του Γενάρη του 1941, χτυπημένος από ιταλική οβίδα, χωρίς να γνωρίσει μάλιστα το μοναχογιό του, που είχε γεννηθεί ενάμιση μήνα πριν. Θρήνος σε όλους, πένθος βαρύ και μαύρο. Βάφτηκαν πολλά μαύρα ρούχα και χύθηκαν ποτάμια τα δάκρια, γι’ αυτό το πένθος.

Κι εκτός απ’ αυτό το πένθος, η μάνα μου είχε κι άλλον πόνο: Στον πόλεμο έμεινε κι ο μοναχογιός της πατρικής της οικογένειας, ίδια σχεδόν περίπτωση, νιόπαντρος με ένα μωρό, που μεγάλωσε κι έγινε δάσκαλος, για να πεθάνει δυστυχώς πολύ νέος κι αυτός. Χάθηκε κι άλλος, ένας ξάδελφος, που πνίγηκε όταν επέστρεφε στην Κρήτη, μετά το τέλος του πολέμου, καθώς οι Γερμανοί βομβάρδιζαν τα πλεούμενα που κατέβαιναν προς το νησί –ίσως ήταν ακόμη στη μεγάλη αναμπουμπούλα της Μάχης της Κρήτης, όταν οι Γερμανοί εμπόδιζαν με κάθε τρόπο τα υπολείμματα της Μεραρχίας Κρητών να φτάσουν στην Κρήτη, για να ενισχύσουν την άμυνά της. Άλλος ξάδελφος γύρισε πολυτραυματίας και με σοβαρά κρυοπαγήματα, αυτόν τον είχαν ξεγράψει και τον παράτησαν τραυματισμένο εκεί στην Αλβανία, σώθηκε σαν από θαύμα.

Όλα αυτά λοιπόν κρατούσαν ζωντανό τον απόηχο του πολέμου και κρατούσαν ζωντανό το μαυροφόρεμα και το μοιρολόι για χρόνια. Αυτό το μοιρολόι, που το παρακολουθούσα θέλοντας και μη, καθώς η μάνα μου, άλλοτε σκυμμένη και αφηρημένη πάνω στο καθάρισμα του σταριού στο σοφρά –σαν τώρα να τη βλέπω-, άλλοτε πάνω στο πλεχτό ή σε όποια δουλειά έκανε (ποτέ δεν τη θυμάμαι να καθίσει χωρίς να κάνει κάτι, ποτέ), εκεί, λοιπόν, άρχιζε ένα σιγανό, πονετικό μοιρολόι, έτσι όπως στην Κρήτη γίνεται, ακόμη και σήμερα, όχι μόνο σπαραγμός τις ώρες και τις μέρες του χαμού ενός προσφιλούς προσώπου, αλλά γίνεται μέρος της ζωής, καθημερινή συντροφιά και υπενθύμιση πως ο νεκρός είναι παρών, είναι κάπου εκεί γύρω, και θέλει το καθημερινό του μοιρολόγημα. Έτσι ποτίστηκα κι εγώ σιγά –σιγά με το μοιρολόγι, και τότε και πολύ αργότερα, κι ακόμη και σήμερα, μου ’ρχεται συχνά ο αργός πονετικός ρυθμός του, οι αυτοσχέδιοι στίχοι του, πού, αλήθεια, βρίσκουν την έμπνευση και την ικανότητα οι γυναίκες και λένε τόσα τρυφερά παινέματα του νεκρού και τόσα λόγια αγάπης. Πού να φαντάζονται οι μανάδες μας πως εμείς ήμασταν μικρά παιδιά, πολύ νωρίς στη ζωή μας, που μόλις βλέπαμε τον κόσμο και ίσως θα χρειαζόμασταν κάτι χαρούμενο. Αυτά για κείνους τους καιρούς ήταν άγνωστα και έξω από τη λογική και τη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: