"ΟΥΔΕΙΣ ΠΛΕΟΝ ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΟΣ "

powered by Agones.gr - livescore

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

ΙΕΡΙΣΣΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

 

1970, χορός στη κεντρική πλατεία της Ιερισσού, μπροστά από τον σταθμό των λεωφορείων

Κείμενο: Γιάννης Π. Μαρίνος

Ψηφιακή Επιμέλεια: Χρήστος Καραστέργιος

   Η λέξη είναι σύνθετη από το παρά και οίμος (=οδός) που σημαίνει λόγο παρά την οδόν.

   Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την ωραία συνήθεια να γράφουν στις στήλες που υπήρχαν κατά διαστήματα στους μεγάλους δρόμους, σύντομα ρητά για καθοδήγηση των οδοιπόρων.

   Η παροιμία είναι προϊόν της πατροπαράδοτης σοφίας, θυμοσοφίας και εμπειρίας του λαού. Είναι άγραφη ηθική και...

φιλοσοφική διδασκαλία, που όλοι οι λαοί διατηρούν από στόμα σε στόμα διαδοχικά και από γενεά σε γενεά.

   Έτσι μένει αιώνια και αθάνατη κι ούτε ο χρόνος, ούτε η φωτιά ή άλλη αιτία μπορεί να την καταστρέψουν και να την εξαφανίσουν. Κανένα πνευματικό έργο δεν μένει αιώνιο όσο η παροιμία. Καμία δύναμη δεν μπορεί να καταστρέψει τις παροιμίες του λαού, εκτός αν αυτός ο λαός καταστραφεί και εξαφανισθεί.

   Οι παροιμίες είναι βραχύλογες και αλληγορικές δηλ. άλλα λέγουν και άλλα εννοούν, σαν τις παραβολές του Κυρίου.

   Ο Μ. Βασίλειος τις ονομάζει «λόγον παρόδιον». Ο Μ. Αθανάσιος επίσης ορίζει την παροιμία σαν «λόγον παρά την οδόν γεγραμμένον προς διόρθωσιν και διδασκαλίαν των εν τοις οδοίς διαπορευομένων».

   Χαρακτηριστικά λοιπόν γνωρίσματα της παροιμίας είναι η προέλευση της από το λαό, η παραβολική διατύπωση της, η βραχυλογία της και το υποκρυπτόμενο, διδακτικό, κατά κανόνα, νόημά της.

   Ένας σοφός κάποτε είπε: «η εξυπνάδα και το πνεύμα ενός έθνους φανερώνονται από τις παροιμίες του».

   Έχοντας υπόψη, τα προλεγόμενα και με την προϋπόθεση, ότι η γενέτειρά μου Ιερισσός δεν ήταν δυνατό να υστερήσει στον τομέα της πατροπαράδοτης δημοσοφίας, (παροιμίες), όπως ονομάζονται, και με μοναδικό στόχο μου, αυτές, κατά κανόνα να έχουν ιερισσιώτικη προέλευση, ως εκ τούτου ήταν φυσικό να είναι μακρόχρονη και η έρευνά μου.

   Η όλη εργασία πραγματοποιήθηκε, ύστερα από επαφές που είχα κατά χρονικά διαστήματα με υπερήλικους συμπατριώτες μας, οι οποίοι, πρόθυμα μου μετέδωσαν ό,τι γνώριζαν με την εμπειρία τους, καθότι, όπως ήδη αναφέρεται, οι παροιμίες, αποτελούν την άγραφη ηθική και φιλοσοφική διδασκαλία, που όλοι οι λαοί διατηρούν από στόμα σε στόμα από γενεά σε γενεά.

   Με την παρούσα εργασία νιώθω ιδιαίτερη ικανοποίηση για το ότι προσθέτω άλλο ένα λιθαράκι στην ιερισσιώτικη πατροπαράδοτη παράδοσή μας.

 

ΙΕΡΙΣΣΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

ÌΑνιμουμαζέματα, διαβουλουσκουρπίσματα. Που σημαίνει ότι, όταν κάποιος πλουτίζει, μαζεύοντας χρήματα από αδικίες που διαπράττει σε βάρος συνανθρώπων του, είναι επόμενο να τα χάσει γρήγορα.


ÌΑνίφιρίτουν γύρ’σι δ’γιέτουν. Τη λέμε όταν σε μια συζήτηση, αναφερόμαστε για κάποιο συγκεκριμένο άτομο, το οποίο παραδόξως παρουσιάζεται εκείνη τη στιγμή.


ÌΑπάν’ στου σπυρί κουκούδ’. Το λέμε όταν σε μια αποτυχία στη δουλειά μας ακολουθεί άμεσα μια άλλη.


Ì Απ’ του στόμα σ’ κι στ’ Θιού τ’αυτί. Έτσι απαντάει κάποιος που του λέμε ένα ευχάριστο για τον ίδιο η το περιβάλλον του, γιατί γνωρίζει ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί κάτι και επικαλείται τη βοήθεια του Θεού για την πραγματοποίησή του.


Ì Απ’ του φλουρί δε φαίνιτι κι απ’ του μαργαριτάρι. Ειρωνευόμαστε, την ακάθαρτη στην εμφάνιση τους, γυναίκα και άνδρα.


ÌΒγήκαν οι κώλιοι κι μπατάλιασαν τα μ...... Τη λέμε όταν οι μικρότεροι σε ηλικία υποτιμούν και περιφρονούν τους υπερήλικες.


Ì Bρέξι κώλου κι φάι ψάρ’(ι). Που σημαίνει ότι, αν δε κουραστείς σωματικά δεν απολαμβάνεις τίποτα.


 ÌΔεν είνι που θα σκουντάψ’, θα συ πουν κι τύφλα. Επισημαίνει, τη μοχθηρία των ανθρώπων έναντι των συνανθρώπων τους, οι οποίοι αντί να συμμερισθούν μια ανθρώπινη ατυχία, γίνονται επιπλέον επικριτές του παθόντα.


Ì Έμαθα κι μαστουρεύου κι γαμ... ντου μάστουρά μου. Παρομοιάζει την αλαζονεία και αχαριστία του ανθρώπου απέναντι σ’ αυτόν που τον ευεργέτησε.


Ì Είπαν ντου λουλό να χες κι κείνους ξιβρακόθκι. Παρομοιάζει τον άνθρωπο που θέλει να υπερβάλει σε όλα.


ÌΚάποιουν χάρζαν’ γάιδαρου κι αυτός ντου κοίταζι στα μάτια. Τη λέμε όταν σε κάποιον κάνουμε κάποιο δώρο κι ο ίδιος όχι μόνο δε το δέχεται με ευχαρίστηση αλλά πολλές φορές το αποποιείται.


Ì Κι γω μάνα μ’ μι τ’ς δώδικα μι τη χισμένη βράκα. Τη λέμε, όταν ένας σε ηλικία μικρός, θέλει να μιμηθεί ενέργειες μεγάλων.


Ì Κ’νιούντι οι βάρκις, κνιούντι κι τα φιλουκούδια. Έχει την ίδια έννοια με την παραπάνω.


 ÌΚουρδούκλισι η ντέτζιρ’ς κι βρήκι του καπάκ’. Τη λέμε όταν παρομοιάζουμε δυο ανθρώπους, που ταιριάζουν στο χαρακτήρα.


ÌΚ’φός απ’ δεν ακούει βρίσκ’ κι αμπουλιάζ’. Ο κωφός όταν του μιλάει κάποιος και δεν καταλαβαίνει τα λόγια του, απαντάει στον συνομιλητή του με δικά του λόγια.


ÌΛείπ’ η γάτους κι χουρεύ’ν τα μπουτίκια. Όταν απουσιάζει ο ισχυρός ή ο μεγάλος, οι κατώτεροί τους βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν ό,τι θέλουν.


ÌΛείψι ώρα να ζήεις χρόνια. Η κακιά ώρα πολλές φορές μας στήνει ενέδρα, γι’ αυτό αν την αποφύγουμε θα ζήσουμε χρόνια. Σαν παράδειγμα μπορούμε να συγκρίνουμε τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα.


ÌΜαΐστρους κι γαρμπής να φέξ’ κι να δγείς. Τη λέμε για τον Νοτιοδυτικό άνεμο, που φέρνει συνήθως βροχή.


Ì Mη ντου θκός φάει κι πιές κι αλισβιρίσ’ μη κάν’ς. Που σημαίνει, αποφυγή δούναι-λαβείν μεταξύ συγγενών.


ÌΜη τσ’ πουρδοί δε βάφ’ν τ’ αυγά. Τη λέμε όταν επιθυμούμε να κάνουμε κάτι και δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.


Ì Μιας ώρας δ’λειά δέκα χρόνια μιλέτ’(ι). Τη λέμε όταν λείπει η αποφασιστικότητα να κάνουμε κάτι και όλη μέρα το μελετάμε.


Ì Μπις-μπις να σι βάλλου στου κουμάς. Που σημαίνει ότι καλοπιάνω κάποιον μέχρι να γίνει η δουλειά μου.


ÌΜπότ’κας δε χουρούσι σι τρύπα έσιρνι κι κουλουκύθα. Τη λέμε, όταν οι συνθήκες να κάνουμε μια δουλειά, είναι ανυπέρβλητες.


Ì Μ’σιάρκους γάδαρους, ούτι ζάει ούτι ψουφάει. Προτρέπει, την αποφυγή κάθε συνεταιρικής δουλειάς.


ÌΜουνάχους χόριβι κι όσου θέλ’ς πήδα. Έχει την ίδια έννοια με την παραπάνω.


ÌΝιστ’κό αρκούδ’ δε χουρεύ. Αν δεν υπάρχει προσφορά- κίνητρο για να κάνει κάποιος κάτι, δεν το επιχειρεί.


Ì Ντου σκύλου όπου ντου ταϊζ’ν ικεί γαυγίζ’. Παρομοιάζομε τους ανθρώπους, που πληρώνονται για να φυλάγουν τα αφεντικά τους ή από συμφέρον τα υπερασπίζονται.


ÌΌϊτσι κι σουτίμιασι. Τη λέμε σε δυο ανθρώπους που συναναστρέφονται, και έχουν τα ίδια χούγια. Τις κακές συνήθειες όπως θα λέγαμε.


Ì Όμνοιους στουν όμνοιου κι κουπριά στα λάχανα. Το λέμε όταν δυο άνθρωποι ταιριάζουν στα μυαλά.

 ÌΟντάπριπι δεν έβριχι κι τώρα χαλαζώνι. Τη λέμε όταν αποτυχαίνει μια προγραμματισμένη δουλειά μας.

ÌΟπου Γιάνν’ς κι χαρά τρέχα Γιάνν’ χαρατζή. Τη λέμε γι’ αυτούς που είναι πάντοτε παρόντες στις κοινωνικές και δημόσιες εκδηλώσεις.


Ì Όποιους δεν εχ’ μυαλό έχ’ πουδάρια. Τη λέμε σε όποιον δεν αξιοποιεί το μυαλό του για κάποιο θέμα και ενεργοποιεί τα πόδια του, τρέχοντας όλη μέρα.


Ì Όποιους δε θελ ́ να ζ’μόσ’ ούλη μέρα κουσκ’νίζ’. Όποιος δεν θέλει να κάνει μια δουλειά όλη μέρα την μελετάει.


Ì Όποιους γυρίζ’ μουσκουμυρίζ’ κι όποιους κάθιτι βρουμάει. Τη λέμε, συνήθως όταν, γυρίζοντας από μια βόλτα στο σπίτι, φέρνουμε κάποια αγαθά που δεν αγοράσαμε.


ÌΟυ κόσμους του έχ’ τούμπανου κι μεις κρυφό καμάρ’(ι). Δηλαδή, αυτό που εμείς το έχουμε κρυφό και καμαρώνουμε, το ξέρει όλος ο κόσμος.


ÌΠέθανι να σ’ αγαπώ κι ζε να σ’ έχου αμάχ’(ι). Τη λέμε όταν ακούμε κάποιον να εγκωμιάζει έναν συνάνθρωπό του για τον οποίο όσο ζούσε, του είχε μεγάλη έχθρα.


Ì Πλαλάτι πουδαράκια μ’, να μη σας χες η κώλους μ’. Τη λέμε όταν αντιμετωπίζουμε κάποιον κίνδυνο, που μας επιβάλει να τρέξουμε για να τον αποφύγουμε.


 Ì Σαν δε πρέπου να φαντάζουμι. Το λέμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έχουν μανία να επιδεικνύονται χωρίς να έχουν τα ανάλογα προσόντα.


ÌΣι κάψου Γιάνν’ σι αλείψου μύξα για να γείαν’ς. Τη λέμε σε κάποιον συνάνθρωπό μας, που με τη συμπεριφορά μας, του δημιουργούμε στεναχώρια και εκ των υστέρων του ζητάμε συγνώμη.


ÌΣκ’λί που γαυγίζ’ μη του φουβάσι. Παρομοιάζει τον πολύ νευρικό άνθρωπο ο οποίος, ξεσπά με φωνές άγριες, αλλά δεν έχει τάσεις επιθετικότητας.


ÌΣτη πιπιλιά να χέζιτι κι όξου να μι βγαίνιτι. Τη λέμε όταν το χειμώνα έξω από το σπίτι κάνει πολύ κρύο.


Ì Στουλίσκι η νύφ’ κι απόμνι. Τη λέμε όταν αποτυγχάνει κάποια προγραμματισμένη δουλειά ή ραντεβού.


Ì Τ’ αμπέλια θέλ’ν αμπελουργοί κι τα καράβια ναύτις. Που σημαίνει ότι το κάθε επάγγελμα θέλει το δικό του μάστορα.


ÌΤου αίμα νερό δεν γίνετι. Τη λέμε όταν σε μια ατυχία ενός από τους συγγενείς δείχνουν την άμεση συμπαράστασή τους στον παθόντα οι υπόλοιποι συγγενείς του.


Ì Τ’ς φίβγας η μάνα πουτέ δεν έκλαψι. Που σημαίνει ότι κάποιον που τον κυνηγάνε να τον πιάσουν, με τη φευγάλα, είναι βέβαιο ότι γλυτώνει τον κίνδυνο.


ÌΧέσκι η φουράδα μεσ’ τ’αλών’(ι). Τη λέμε όταν κάνουμε μια δουλειά, και πηγαίνουν όλα στραβά.


 ÌΧουρεύν’ τα δαμάλια χουρεύ κι η γαϊτάν’ς. Τη λέμε όταν ένας σε μεγάλη ηλικία, θέλει να μιμηθεί ενέργειες μικρών παιδιών. Συνήθως, Γαϊτάνη ονομάζουμε το μεγάλο σε ηλικία βόδι.


ÌΨόφ’σι του βόδι μας πάει η κουλγιά μας. Τη χρησιμοποιούμε όταν ένας από τους δύο συνεταίρους πεθάνει και δεν υπάρχει επιθυμία από τους κληρονόμους του να συνεχιστεί η συνεργασία. &


 [Δημοσιεύθηκε στο 10ο τεύχος του περιοδικού “Κύτταρο Ιερισσού”] 

Δεν υπάρχουν σχόλια: