Είναι δεδομένο πως ο Πολύγυρος, η Πρωτεύουσα της Χαλκιδικής ανέκαθεν, διαθέτει πλούσια παράδοση κι αυτό το μαρτυρεί το πλήθος των εθίμων και των τραγουδιών, που, ευτυχώς ακόμη δεν ξεχάστηκαν. Χρέος μας, λοιπόν, είναι όσο ακόμη ζουν οι παλιοί. Πολυγυρινοί, να τα καταγράψουμε και να παραδώσουμε στις νεότερες γενιές. Με περισσή ευθύνη ο μελετητής της Πολυγυρινής παράδοσης πρέπει να σταθεί στα λεγόμενα και δρώμενα κατά το Δωδεκαήμερο στον Πολύγυρο, όχι μόνο επειδή κι αυτά αποτελούν εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου και συντελούν στη γνώση της λαϊκής πολυγυρινής ψυχής, αλλά επειδή πολλά απ’ αυτά μπορούν ν’ αναβιώσουν και να παραμερίσουν ξενόφερτες συνήθειες. Από..... όσα εμείς συγκεντρώσαμε για το δωδεκαήμερο στον Πολύγυρο, παραθέτουμε τα ακόλουθα:α. Κάλαντα Χριστουγέννων.
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, Πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγείτε, δέστε, μάθετε:πού ο Χριστός γεννάται;
Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.
Το μέλι τρων’ οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες!
Ανοίξτε τα κουτάκια σας, τα κατακλειδωμένα,
και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγγί σας.
Αν είστε απ’ τους πλούσιους, φλουριά μην τα λυπάστε
κι αν είστε απ’ τους δεύτερους, τάληρα και δραχμίτσες
κι αν είστε απ’ τους πιο φτωχούς, ένα ζευγάρι κότες
και δώστε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη με την Κυρά.β. Το σήκωμα του υψώματος
Στον Πολύγυρο τα Χριστούγεννα (ή μνήμη κάποιου ιδιαιτέρως τιμώμενου αγίου) σήκωναν Ύψωμα στα σπίτια που γιόρταζαν. Το ύψωμα αποτελούσε μίμηση αντίστοιχης μοναχικής ακολουθίας, που γίνεται τις μεγάλες γιορτές στην τράπεζα των Ι. Μονών.
Στα σπίτια γινόταν ως εξής: ερχόταν ο ιερέας μετά την απόλυση της Θ. Λειτουργίας. Στο καλό δωμάτιο του σπιτιού υπήρχε ήδη το τραπέζι με τα απαραίτητα: κεριά, θυμιατό, ένα πιάτο σταφίδες, ένα ποτήρι κρασί. και η λειτουργιά (το πρόσφορο), που θα ύψωνε ο σπιτονοικοκύρης ή ο εορτάζων.
Αφού ο ιερέας έβαζε ευλογητός και έλεγε το τροπάριο της γιορτής, γινόταν η ύψωση του πρόσφορου από τον οικοδεσπότη ή τον εορτάζοντα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο οποίος επαναλάμβανε τρεις φορές τη φράση: "μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος".
Ο ιερέας στη συνέχεια τεμάχιζε το πρόσφορο και το μοίραζε στους παρευρισκόμενους, οι οποίοι το έτρωγν, αφού το βουτούσαν στο ποτήρι με το κρασί.. Κατόπιν όλοι παρακάθονταν σε κοινό τραπέζι για το γεύμα.
Στα σπίτια των κτηνοτρόφων, όταν σήκωναν ‘Υψωμα την ημέρα των Χριστουγέννων, άνοιγαν και τα δερμάτια με το κατίκι, το οποίο ήταν νοστιμότατο παρασκεύασμα. Μέρος από αυτό αποτελούσε και την αμοιβή του ιερέα που ευλογούσε το ‘Υψωμα. γ.Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
Αι-Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημιρώνει.
Βάστα εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Του καλαμάρι έγραφι κι του χαρτί λαλούσι
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
Κι η πατερίτσα ήταν ξερή κι απόλυκι βλαστάρια
Κι απάνου στα ξιβλάσταρα περδίκια καθισμένα
Χάμω πιτάει η πέρδικα, γιουρντάει η περιστέρα,
Παίρνει νιρό στα νύχια της κι χιόνι στα φτιρά της
Δρούσι κι τουν αφέντη μας, δρούσι κι την Κυρά μας
Κι μεις καλώς σας ηύραμι σαν τουν καλό του χρόνου!
Και αμέσως μετά:
Σήκω Κυρά μου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια,
‘Εχω δυο λόγια να σι πω γλυκά κι ζαχαρένια:
Το καλαθάκι μ’ θέλει αυγά κι η τσέπη μου καρύδια
Κι το χρυσό μαντήλι μου πεντ’ έξι μεταλλίκια.
Δίνοντας δε ο νοικοκύρης το φιλοδώρημα:
Σ’ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μη ραϊσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Εις έτη πολλά! Μέρες πριν την πρωτοχρονιά, οι νέοι του Πολυγύρου οργανώνονταν σε παρέες, αποφάσιζαν ποιος Θα ήταν ο αρχηγός τους, που Θα παρίστανε και τον άι - Βασίλη, και έκαναν το πρόγραμμα των επισκέψεών τους. Σαν έφτανε η μεγάλη μέρα, Προτού ξημερώσει, ντύνονταν με τσομαπάνικες κάπες, έβαζαν στο κεφάλι άσπρες τρίχες, για να φαίνονται χιονισμένοι, έπαιρναν τη "γκλιρίκα" στο χέρι και έτσι μεταμφιεσμένοι σε ποιμένες ζεκινούσαν για το καλαντάρισμα. Λίγο πριν η αυγή προβάλλει, άρχιζαν να ακούγονται τα κουδουνίσματα των καλανδιστών που ξεσήκωναν τον κόσμο. Αυτοί πάλι σταματούσαν στο κάθε σπίτι ο άι - Βασίλης της παρέας χτυπούσε την πόρτα με τη γκλιρίκα και όλοι μαζί τραγουδούσαν:
Σήκω, Κυρά μου, κι άνοιξε Την πόρτα την καρένια κ.λ.π..
Η νοικοκυρά, χαρούμενη, άνοιγε την πόρτα και δεχόταν τους καλανδιστές. Ο άι - Βασίλης της παρέας έμπαινε πρώτος, κρατώντας μια μεγάλη ασπροβόλα (άσπρη πέτρα) και δύο μικρότερες έμπαιναν και οι υπόλοιποι, μα δεν κάθονταν, πριν ακούσουν τη νοικοκυρά να τους λέει:
Κάτσε να κλωσσήσεις
να κλωσσήσ’κι η κλουσσαριά μ’!
Τότε ο τσομπάνης άι - Βασίλης άφηνε στη γωνιά του τζακιού τις άσπρες πέτρες κι όλοι κάθονταν τριγύρω σταυροπόδι, δέχονταν τα κεράσματα και εύχονταν καλή χρονιά. Αφού έτρωγαν τα γλυκά και τις πίτες και έπιναν το κρασί, σηκώνονταν και έφευγαν για το επόμενο σπίτι. δ. Η Βασιλόπιτα
Τις πιο πολλές φορές ήταν ένα καλοζυμωμένο με ζάχαρη ψωμί (όπως και το χριστόψωμο). Άλλες πάλι νοικοκυρές έφτιαχναν τη βασιλόπιτα από την ίδια ζύμη που χρησιμοποιούσαν για τα κουλούρια. Οι πλούσιες Πολυγυρινές για την πίτα τους χρησιμοποιούσαν: πέντε ποτήρια αλεύρι, τρία ζάχαρη και ένα βούτυρο (που έπρεπε να καλοχτυπηθούν), ένα ποτήρι χλιαρό γάλα, έξι αυγά (ολόκληρα), μισό κρασοπότηρο κονιάκ, το ζωμό και το ξύσμα από ένα πορτοκάλι και μισό λεμόνι . ε. Κάλαντα Φώτων
Σήμιρα τα Φώτα κι φωτισμός,
σήμιρα κυρά μας η Παναγιά.
Σήμιρα βαφτίζουν τον ι-Χριστό,μες τουν Ιορδάνη τουν πουταμό.
Θάλασσις τουν είδαν κι φεύγανι κι ο Ιορδάνης πίσω εστάθηκι.
Τρέμουν τα όρη και τα βουνά,
τρέμει κι του χέρι του Βαπτιστού...
Βάστα εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Του καλαμάρι έγραφι κι του χαρτί λαλούσι
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
Κι η πατερίτσα ήταν ξερή κι απόλυκι βλαστάρια
Κι απάνου στα ξιβλάσταρα περδίκια καθισμένα
Χάμω πιτάει η πέρδικα, γιουρντάει η περιστέρα,
Παίρνει νιρό στα νύχια της κι χιόνι στα φτιρά της
Δρούσι κι τουν αφέντη μας, δρούσι κι την Κυρά μας
Κι μεις καλώς σας ηύραμι σαν τουν καλό του χρόνου!
Και αμέσως μετά:
Σήκω Κυρά μου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια,
‘Εχω δυο λόγια να σι πω γλυκά κι ζαχαρένια:
Το καλαθάκι μ’ θέλει αυγά κι η τσέπη μου καρύδια
Κι το χρυσό μαντήλι μου πεντ’ έξι μεταλλίκια.
Δίνοντας δε ο νοικοκύρης το φιλοδώρημα:
Σ’ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα να μη ραϊσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Εις έτη πολλά! Μέρες πριν την πρωτοχρονιά, οι νέοι του Πολυγύρου οργανώνονταν σε παρέες, αποφάσιζαν ποιος Θα ήταν ο αρχηγός τους, που Θα παρίστανε και τον άι - Βασίλη, και έκαναν το πρόγραμμα των επισκέψεών τους. Σαν έφτανε η μεγάλη μέρα, Προτού ξημερώσει, ντύνονταν με τσομαπάνικες κάπες, έβαζαν στο κεφάλι άσπρες τρίχες, για να φαίνονται χιονισμένοι, έπαιρναν τη "γκλιρίκα" στο χέρι και έτσι μεταμφιεσμένοι σε ποιμένες ζεκινούσαν για το καλαντάρισμα. Λίγο πριν η αυγή προβάλλει, άρχιζαν να ακούγονται τα κουδουνίσματα των καλανδιστών που ξεσήκωναν τον κόσμο. Αυτοί πάλι σταματούσαν στο κάθε σπίτι ο άι - Βασίλης της παρέας χτυπούσε την πόρτα με τη γκλιρίκα και όλοι μαζί τραγουδούσαν:
Σήκω, Κυρά μου, κι άνοιξε Την πόρτα την καρένια κ.λ.π..
Η νοικοκυρά, χαρούμενη, άνοιγε την πόρτα και δεχόταν τους καλανδιστές. Ο άι - Βασίλης της παρέας έμπαινε πρώτος, κρατώντας μια μεγάλη ασπροβόλα (άσπρη πέτρα) και δύο μικρότερες έμπαιναν και οι υπόλοιποι, μα δεν κάθονταν, πριν ακούσουν τη νοικοκυρά να τους λέει:
Κάτσε να κλωσσήσεις
να κλωσσήσ’κι η κλουσσαριά μ’!
Τότε ο τσομπάνης άι - Βασίλης άφηνε στη γωνιά του τζακιού τις άσπρες πέτρες κι όλοι κάθονταν τριγύρω σταυροπόδι, δέχονταν τα κεράσματα και εύχονταν καλή χρονιά. Αφού έτρωγαν τα γλυκά και τις πίτες και έπιναν το κρασί, σηκώνονταν και έφευγαν για το επόμενο σπίτι. δ. Η Βασιλόπιτα
Τις πιο πολλές φορές ήταν ένα καλοζυμωμένο με ζάχαρη ψωμί (όπως και το χριστόψωμο). Άλλες πάλι νοικοκυρές έφτιαχναν τη βασιλόπιτα από την ίδια ζύμη που χρησιμοποιούσαν για τα κουλούρια. Οι πλούσιες Πολυγυρινές για την πίτα τους χρησιμοποιούσαν: πέντε ποτήρια αλεύρι, τρία ζάχαρη και ένα βούτυρο (που έπρεπε να καλοχτυπηθούν), ένα ποτήρι χλιαρό γάλα, έξι αυγά (ολόκληρα), μισό κρασοπότηρο κονιάκ, το ζωμό και το ξύσμα από ένα πορτοκάλι και μισό λεμόνι . ε. Κάλαντα Φώτων
Σήμιρα τα Φώτα κι φωτισμός,
σήμιρα κυρά μας η Παναγιά.
Σήμιρα βαφτίζουν τον ι-Χριστό,μες τουν Ιορδάνη τουν πουταμό.
Θάλασσις τουν είδαν κι φεύγανι κι ο Ιορδάνης πίσω εστάθηκι.
Τρέμουν τα όρη και τα βουνά,
τρέμει κι του χέρι του Βαπτιστού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου