Ν. Γύζη, "Ιστορία" |
Με αφορμή την έναρξη της νέας τηλεοπτικής σαιζόν, που θα σημάνει για μια ακόμα χρονιά τον βομβαρδισμό μας με κάθε λογής πολιτιστικά υποπροϊόντα, με σκουπίδια που στοχεύουν κατευθείαν στο μυαλό μας με σκοπό να το κάνουν να αδρανήσει και να μη σκέφτεται, αφού ο σκεπτόμενος πολίτης είναι επικίνδυνος, η Παρέμβαση δημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα απ’ το σπουδαίο βιβλίο του Άρη Φακίνου «Κλεμμένη Ζωή». Το απόσπασμα αναφέρεται στην μεγάλη αλλά και τόσο ύπουλη δύναμη της τηλεόρασης στην εποχή μας, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και φωνάζει: «Κρατάτε γερά»
Ακολουθεί το απόσπασμα
«Η εκπομπή τελειώνει, κοντεύουν μεσάνυχτα.
Σ’ όλη την Ελλάδα εκατομμύρια άνθρωποι σηκώνονται με τα μάτια κουρασμένα και πάνε για ύπνο με τη βεβαιότητα πως είναι ενημερωμένοι με γνώμη για όλα τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου που τους...... παραδόθηκε έτοιμη καλοτυλιγμένη σαν χριστουγεννιάτικο δώρο μέσα σε φανταχτερό χαρτί.
Στα πιο πολλά χωριά, στους παλιούς καφενέδες που κουτσοεπιζούν στην κεντρική πλατεία, ο καφετζής κλείνει την τηλεόραση που ναι τοποθετημένη ψηλά, κάπου στο βάθος του μαγαζιού για να τη βλέπουν όλοι. Οι πελάτες ξέρουν τι σημαίνει το σινιάλο κι ετοιμάζονται να φύγουν, αρχίζουν να καληνυχτίζονται. Ζητώντας απ’ τις μαγκούρες τους βοήθεια για να σηκωθούν από την καρέκλα, οι γέροντες προσπαθούν άδικα να πιάσουν κουβέντα με τους πιο νέους θαμώνες. Κανείς δεν ασχολήθηκε κι απόψε μαζί τους. Η τηλεόραση τους πήρε την πρωτοκαθεδρία που’ χαν επί αιώνες στη ζωή του χωριού, οι άνθρωποι δεν ζητάνε όπως άλλοτε την συμβουλή τους, δεν δίνουν δυάρα για την γνώμη τους.
Βγαίνοντας από το καφενείο οι παλιοί του χωριού στρέφονται και κοιτάζουν τη συσκευή της τηλεόρασης συλλογισμένα, καχύποπτα. Ποιος ξέρει τι τους μέλλεται να δουν αν ζήσουν μερικά χρόνια ακόμα, λένε μέσα τους. Όλα να τα περιμένει κανείς από έναν αιώνα που ξεπέρασε όλους τους άλλους μαζί σε κάθε λογής συλλογικά εγκλήματα, που κατάφερε ν’ απλώσει σ΄ ολάκερη τη γη τη φτώχεια, την εκμετάλλευση και την αδικία, να ρημάξει τα πάντα, να μολύνει τον αέρα, τα χώματα και τα νερά. Σάμπως δεν γράφουν κιόλας μερικοί στις εφημερίδες πως ο πληθυσμός παραγερνάει, ότι με την ιατρική παρατείνονται υπερβολικά τα γεράματα και πως κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα η οικονομία; Στους δρόμους κυκλοφορούν όλο και λιγότεροι γέροντες, κάθε μέρα το κράτος σοφίζεται όλο και καινούρια κόλπα – τάχα από σεβασμό για τα γηρατειά, τάχα από φιλανθρωπία – για να τους κλείνει στα νοσοκομεία και στα άσυλα. Γιατί να μη βγουν καμιά ώρα τίποτα συνεργεία για να μαζέψουν όσους επιμένουν να ζουν ακόμα στα σπίτια τους, να τους μαντρώσουν σε στρατόπεδα, να τους ξεκάνουν όπως τ’ αδέσποτα σκυλιά; Στο μεταξύ η κοινωνία υψώνει ανάμεσα σ ’αυτούς και τους υπόλοιπους ανθρώπους κάθε λογής φράγματα, τους απομονώνει τους βάζει σε καραντίνα λες κι υποφέρουν από κάποια επικίνδυνη και μεταδοτική ασθένεια, δεν τους αφήνει να’ ρθουν σ’ επαφή με τις νεότερες γενιές: η ανθρωπότητα πρέπει να πεισθεί ότι γεννήθηκε μόλις χτες, ότι δεν έχει πίσω της Ιστορία και πως την περιμένουν καιροί ανέφελοι, ευτυχισμένοι. Παραμερίζοντας το παρελθόν του ο κόσμος συμπεριφέρεται σαν την ξεκουτιασμένη γεροντοκόρη που σταματάει να μετράει την ηλικία της και δώστου βάφει τα ξεθωριασμένα της μαλλιά με χίλιων λογιών μπογιές, απλώνει με τη σπάτουλα στο πρόσωπο τα φτιασίδια, φαντάζεται πως έτσι γίνεται κοπελούδα.
Ποιος ξέρει, σκέφτονται οι γέροντες, τραβώντας για τα σπίτια τους, ίσως κάποτε ξαναχρειαστεί να δουλέψουν τα κρυφά σχολειά όπως και τότε με την Τουρκοκρατία, να ξαναδιδάξουν κρυφά δάσκαλοι και καλόγεροι σε κατακόμβες και σε σπήλαια, να μάθουνε με χίλιους κινδύνους στα παιδιά, τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων, που ΄ζησαν μια φορά κι ένα καιρό σ’ αυτά τα χώματα.
Με τόσα που γίνονται στον κόσμο σήμερα, είναι βέβαιο πως θα ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή που το κράτος θα κυνηγάει και θα εξοντώνει, όχι τους επαναστάτες , όχι αυτούς που θ’ αγωνίζονται για ένα μέλλον διαφορετικό, καλύτερο, αλλά αυτούς που θα μιλάνε και θα γράφουν για το παρελθόν, τους παραμυθάδες που θα πλανιούνται ολημερίς στα βουνά και στις ερημιές για να γλυτώσουν απ’ την καταδίωξη, που θα μπαίνουν στις πολιτείες και στα χωριά μόνο τη νύχτα, θα ψιθυρίζουνε μπροστά σε κλειδαμπαρωμένες πόρτες και σφαλισμένα παράθυρα τα παλιά κι απαγορευμένα παραμύθια.
Πάλι καλά, συλλογίζεται ο Ανέστης κλείνοντας κι αυτός την τηλεόραση και ξανασκύβοντας στου φακέλου τα χαρτιά, που δεν υπήρχε τότε στο στρατόπεδο ή στη φυλακή ένα τέτοιο μηχάνημα για να τους πιπιλίζει το μυαλό, για να τους κάνει ν’ αποξεχνιούνται, να μη σκέφτονται, να μη θυμούνται. Κείνη την εποχή η εξουσία δεν παράσταινε όπως σήμερα την καλόκαρδη και στοργική μάνα, δεν μοίραζε χάδια και χαμόγελα, δεν καταδέχονταν τα μασημένα λόγια και τα δημοκρατικά μασκαρέματα, είχε αξιοπρέπεια. Κι ό,τι ήθελε να το πει το’ λεγε καθαρά και ξάστερα. Όταν έβλεπες τον αλφαμίτη να σ ’αρπάζει και να σε πηγαίνει με τις κλοτσιές στο γραφείο του ανακριτή, να βγάζει τη ζωστήρα ή να ετοιμάζει τα εργαλεία για το φάλαγγα, δεν είχες κανενός είδους αμφιβολία, δεν βαυκαλιζόσουν από καμιά ελπίδα. Ήξερες καλά ποιος ήτανε και τι ζητούσε από σένα, ετοιμαζόσουν, έπεφτες κάτω μπρούμυτα και κοίταγες να προστατέψεις το κεφάλι σου με τα χέρια – στο φάλαγγα, με το πρώτο χτύπημα, έσφιγγες τα δόντια. «Κράτα γερά»σου μηνούσαν απ’ τα γειτονικά κιλά οι άλλοι φυλακισμένοι χτυπώντας ρυθμικά τα παπούτσια στον τοίχο, έπαιρνες κουράγιο, αντιστεκόσουν όσο μπορούσες. Ποιος όμως να βρεθεί στο κάθε καφενείο και στο κάθε σπίτι για να φωνάξει «κρατάτε γερά»τη στιγμή που εμφανίζεται στην τηλεόραση η πρώτη εικόνα;»
e-parembasis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου