Ποιας χώρας είμαι κομμάτι;
Αναρωτιέμαι συνέχεια και απάντηση δεν έρχεται από πουθενά. Γραφιάδες και εργολάβοι κάνουν ασκήσεις πια επί χάρτου σε αυτό το κομμάτι γης που στέκεται σαν βραχονησίδα μέσα σε μία γκρίζα ζώνη που από τη μια έχει το μέλλον και από την άλλη το παρελθόν.
Κι' εγώ δεν ανήκω ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν.
Στέκομαι εδώ άνευ ταυτότητας πλέον, να σέρνομαι σε δικαστήρια και να απολογούμαι που η μάνα μου κοιλοπόνεσε σε αυτή την γη και όχι σε άλλη.
Ξεπλυμένοι και αργόσχολοι κάνουν γυμνάσια πια στην συνείδηση και στην ψυχή μου.
Καψόνια καθημερινά από θρασύδειλους κουστουμαρισμένους.
Πάνω-κάτω. Ανάταση- διάταση.
Έρχονται και οι δεκανείς να ελέγξουν αν οι αρβύλες που τις πλήρωσα για να περπατήσω πάνω σε αυτά τα χώματα, είναι αρκετά γυαλισμένες για να μην χαρακτηριστώ ..."ανυπότακτος". Μα πάντα προσοχή τραβούσα σε αυτούς και στους άλλους που πέρασαν. Κάμψεις έκανε ο πατέρας μου και πορείες στα χιόνια ο παππούς. Στρατιώτες όλοι μιας πατρίδας και ας μην γυάλιζαν τις αρβύλες τους καλά.
Μια ζωή τραβούσα προσοχές και τώρα αυτές δεν φτάνουν.
Μπορεί να μην φορώ χακί, ούτε μπερέ αλλά νιώθω φαντάρος. Δεν κοιμάμαι πια, φρουρώ ούτε εγώ ξέρω τι.
Νιώθω ότι εχθροί έχουν εισβάλει στον χώρο αλλά δεν τους βλέπω ούτε έχω λάβει διαταγές να πω: "Αλτ τις ει;".
Κι όμως το ξέρω ότι οι εχθροί είναι παντού κι ας μιλάνε την ίδια γλώσσα με εμένα, κι ας κάνουν τον ίδιο σταυρό με μένα. Τα νώτα μου πια δε τα νιώθω ασφαλή και στο οικογενειακό συσσίτιο είμαστε σιωπηλοί με καρφωμένα τα μάτια στο πιάτο.
Δεν μιλάμε και ούτε γελάμε πια. Κάποιος είναι μέσα στο χώρο μας και δεν ξέρουμε ποιος.
Στο δρόμο πια δε λέμε πολλά και τα μάτια όλων έχουν την ίδια ερώτηση γραμμένη: "Τι συμβαίνει;" Δεν μαρτυρώ το φόβο και ούτε οι άλλοι τον δικό τους. Περιμένουμε να βγούμε στην αναφορά από ώρα σε ώρα και ανησυχούμε ότι ο διοικητής θα θέλει να μας χτυπήσει και πάλι το χέρι στην πλάτη ενώ στα κρυφά θα δώσει διαταγές στους κατωτέρους του να μας "παιδέψουν" λίγο ακόμα.
Δε με νοιάζει το καψόνι. Με νοιάζει όμως που ίσως για αυτούς ο εχθρός είμαι εγώ.
Μα το χώμα το νιώθω οικείο, τον αέρα, τον ήλιο, τα βουνά. Μα αν για αυτούς όλα αυτά δεν ορίζουν την πατρίδα, τότε τι θέλω εγώ σε αυτό το στρατόπεδο;
Αν όλα αυτά και όλοι εμείς δεν είμαστε πατρίδα τους, τότε γιατί να μην φωνάξω "Αέρα";
Αναρωτιέμαι συνέχεια και απάντηση δεν έρχεται από πουθενά. Γραφιάδες και εργολάβοι κάνουν ασκήσεις πια επί χάρτου σε αυτό το κομμάτι γης που στέκεται σαν βραχονησίδα μέσα σε μία γκρίζα ζώνη που από τη μια έχει το μέλλον και από την άλλη το παρελθόν.
Κι' εγώ δεν ανήκω ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν.
Στέκομαι εδώ άνευ ταυτότητας πλέον, να σέρνομαι σε δικαστήρια και να απολογούμαι που η μάνα μου κοιλοπόνεσε σε αυτή την γη και όχι σε άλλη.
Ξεπλυμένοι και αργόσχολοι κάνουν γυμνάσια πια στην συνείδηση και στην ψυχή μου.
Καψόνια καθημερινά από θρασύδειλους κουστουμαρισμένους.
Πάνω-κάτω. Ανάταση- διάταση.
Έρχονται και οι δεκανείς να ελέγξουν αν οι αρβύλες που τις πλήρωσα για να περπατήσω πάνω σε αυτά τα χώματα, είναι αρκετά γυαλισμένες για να μην χαρακτηριστώ ..."ανυπότακτος". Μα πάντα προσοχή τραβούσα σε αυτούς και στους άλλους που πέρασαν. Κάμψεις έκανε ο πατέρας μου και πορείες στα χιόνια ο παππούς. Στρατιώτες όλοι μιας πατρίδας και ας μην γυάλιζαν τις αρβύλες τους καλά.
Μια ζωή τραβούσα προσοχές και τώρα αυτές δεν φτάνουν.
Μπορεί να μην φορώ χακί, ούτε μπερέ αλλά νιώθω φαντάρος. Δεν κοιμάμαι πια, φρουρώ ούτε εγώ ξέρω τι.
Νιώθω ότι εχθροί έχουν εισβάλει στον χώρο αλλά δεν τους βλέπω ούτε έχω λάβει διαταγές να πω: "Αλτ τις ει;".
Κι όμως το ξέρω ότι οι εχθροί είναι παντού κι ας μιλάνε την ίδια γλώσσα με εμένα, κι ας κάνουν τον ίδιο σταυρό με μένα. Τα νώτα μου πια δε τα νιώθω ασφαλή και στο οικογενειακό συσσίτιο είμαστε σιωπηλοί με καρφωμένα τα μάτια στο πιάτο.
Δεν μιλάμε και ούτε γελάμε πια. Κάποιος είναι μέσα στο χώρο μας και δεν ξέρουμε ποιος.
Στο δρόμο πια δε λέμε πολλά και τα μάτια όλων έχουν την ίδια ερώτηση γραμμένη: "Τι συμβαίνει;" Δεν μαρτυρώ το φόβο και ούτε οι άλλοι τον δικό τους. Περιμένουμε να βγούμε στην αναφορά από ώρα σε ώρα και ανησυχούμε ότι ο διοικητής θα θέλει να μας χτυπήσει και πάλι το χέρι στην πλάτη ενώ στα κρυφά θα δώσει διαταγές στους κατωτέρους του να μας "παιδέψουν" λίγο ακόμα.
Δε με νοιάζει το καψόνι. Με νοιάζει όμως που ίσως για αυτούς ο εχθρός είμαι εγώ.
Μα το χώμα το νιώθω οικείο, τον αέρα, τον ήλιο, τα βουνά. Μα αν για αυτούς όλα αυτά δεν ορίζουν την πατρίδα, τότε τι θέλω εγώ σε αυτό το στρατόπεδο;
Αν όλα αυτά και όλοι εμείς δεν είμαστε πατρίδα τους, τότε γιατί να μην φωνάξω "Αέρα";
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου