Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Η σηροτροφία στην Ιερισσό Χαλκιδικής (ΦΩΤΟ)

Κείμενο: Λαγόντζου Μαρία

…Καράβι νι σκαρώσανι καταμεσού πελάγου
Βάζουν κατάρτια μπρούτζινα κι αντένις ασημένις
Κι τα πανιά μεταξουτά κι ξάρτια συρματένια
Κι μόρφυν΄του καράβι τους κι ου νιος που τα΄αρμινίζει…
(απόσπασμα από το παραδοσιακό τραγούδι της Ιερισσού «Ήρθαν τα Κρητικά παιδιά»)
Η σηροτροφία στην Ιερισσό αποτελεί μια άγνωστη σήμερα ενασχόληση, που όμως στήριζε τις αγροτικές οικογένειες της Ιερισσού, διαδόθηκε και στα... υπόλοιπα μη αγροτικά νοικοκυριά και άνθισε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Σήμερα ελάχιστες μνήμες παραμένουν σε ηλικιωμένους ανθρώπους μεταξύ 70 – 90 ετών , από την παιδική τους ηλικία και την ενασχόληση των γονέων ή των παππούδων τους.
Εξάλλου, σπάνια συναντά πια κανείς σκαμνιές (συκαμινιές ‘η μουριές) σε μια Ιερισσό, που τότε, όπως μας διηγείται η κα. Κασσάνδρα Μπάντη (περίπου 90 ετών σήμερα) , «… δεν υπήρχε αυλή χωρίς μουριά και πολλά χωράφια, αν δεν είχαν ήδη σκαμνιές φυτεύονταν και αυτά. Κι όταν δεν έφταναν τα φύλλα της Ιερισσού παίρναμε από το ΄Αγιο ΄Ορος όπου, μάλιστα, τα φύλλα ήταν καλύτερα…»
Την εκτροφή μεταξοσκώληκα στην Ιερισσό δεν πρέπει να τη δούμε μεμονωμένα, αλλά μέσα σ΄ένα ευρύτερο πλαίσιο δραστηριότητας στη Χαλκιδική (Πολύγυρος, Μεγάλη Παναγία), στη Μακεδονία (΄Εδεσσα, ΄Εβρος), στα Βαλκάνια (Σερβία, Βουλγαρία), στην Ευρώπη ( Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) και στον κόσμο (Ιαπωνία, Ινδία, Περσία).
Η σηροτροφία άνθισε στη Χαλκιδική ακόμα και την περίοδο του μεσοπολέμου (1920-1940), όταν η Ευρωπαϊκή παραγωγή είχε μηδενιστεί από τη σοβαρότερη ασθένεια του μεταξοσκώληκα, την πιπερίτιδα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύουν άρθρα των εφημερίδων «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» και «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» μεταξύ 1930 και 1935 που περιλαμβάνουν συμβουλές αγροτικών συνεταιρισμών για την εκτροφή και την προστασία του μεταξοσκώληκα από ασθένειες, ανακοινώσεις της Οικονομικής Εφορίας σχετικά με την ενδεικτική τιμή της οκάς, εκκλήσεις του Γεωργικού Επιμελητηρίου Χαλκιδικής προς την τότε Κυβέρνηση του Γ. Κονδύλη(1935) να συνεχίσει την απαγόρευση εισαγωγής φθηνών κουκουλιών από το εξωτερικό για να ενισχυθεί η τιμή της εγχώριας παραγωγής, διαμαρτυρίες για τη χαμηλή τιμή προσφοράς από τους μεταξέμπορους προς τους παραγωγούς.
Μάλιστα η Χαλκιδική κατείχε σημαντική θέση στην Ελληνική αγορά κουκουλιών παράγοντας 150.000 – 200.000 οκάδες το χρόνο («ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ», 20.07.1930).
(βλ. παραρτήματα στη Βιβλιογραφία).
Η μεγάλη εξάπλωση της ενασχόλησης με την εκτροφή μεταξοσκώληκα και σε οικογένειες που δεν ήταν αγροτικές, οφείλονταν στο γεγονός ότι δεν απαιτούσε υψηλό κόστος εγκατάστασης, αφού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουσες υποδομές ( αποθήκες, σταύλοι,κλπ, ), ακόμα και δωμάτια σπιτιών. Χαρακτηριστικά μας αναφέρει η κα. Μήτρου – Κοντού Δήμητρα, πως θυμάται, στα παιδικά της χρόνια να στριμώχνεται όλη η οικογένεια στο κουζινάκι του σπιτιού για να χρησιμοποιηθούν τα δωμάτια για την καλλιέργεια. Εξάλλου δεν απαιτούνταν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, αλλά αρκούσε η συμμετοχή των μελών της οικογένειας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κας. Κασσάνδρας Μπάντη, παραμονές του πολέμου του ΄40, τα 2/3 περίπου των νοικοκυριών της Ιερισσού έτρεφαν μεταξοσκώληκες, είτε για βιοπορισμό (πουλούσαν στον «έμπορο» της Μεγάλης Παναγίας) είτε για οικιακή χρήση (για να υφάνουν ρούχα και στρωσίδια)
Ο μεταξοσκώληκας είναι η κάμπια του εντόμου Bombyx mori και είναι το δεύτερο (μαζί με τη μέλισσα) οικόσιτο έντομο.
Η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα ξεκινούσε την εαρινή περίοδο, Απρίλιο με αρχές Μαΐου, με την επώαση των σπόρων. Οι σπόροι (αυγά του εντόμου) αγοράζονταν σε κουτιά, στο μέγεθος ενός μεγάλου σπιρτόκουτου που το καθένα περιείχε περίπου 20.000 αυγά υβριδίων .
Στην εφημερίδα «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» , την 31.07.1960, αναφέρεται η προσπάθεια του Υπουργείου Γεωργίας να ενισχύσει τους σηροτρόφους, διαθέτοντας έναντι 60 δρχ. το ένα τα κουτιά βελτιωμένων σπόρων από την Ιταλία και την Ιαπωνία, που το πραγματικό τους κόστος ανερχόταν σε 200 δρχ.
Στην Ιερισσό προμηθεύονταν κυρίως κουτιά με σπόρους από την ΄Εδεσσα, και μάλιστα υπήρχαν δύο χρώματα, λευκό και κίτρινο. Οι εκτροφείς φρόντιζαν τα νέα κουτιά να περιβάλλονται με την ταινία του Κράτους, γεγονός που διασφάλιζε τον προηγούμενο έλεγχο των σπόρων. («ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ», 04.05.1930).
Για την εκτροφή ενός των σκουληκιών ενός κουτιού χρειαζόταν περίπου 500 κιλά μουρόφυλλα.
Η διαδικασία άρχιζε τη Μεγάλη Εβδομάδα, και συγκεκριμένα την Παρασκευή, όταν, όπως μας διηγείται η κα. Κοντού – Μήτρου Δήμητρα και η κα. Σαραφιανού Σουλτάνα, στην περιφορά του Επιταφίου, νεαρές κοπέλες και γυναίκες έβαζαν στον κόρφο τους ή κάτω από τη μασχάλη τους τα κουτιά, προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία της επώασης, με τη θερμοκρασία του σώματός τους .
Κατόπιν τα κουτιά τοποθετούνταν σε δωμάτια που είχαν καθαριστεί καλά και απολυμανθεί με ασβέστη, πάνω σε καθαρά και στεγνά σεντόνια ή πάνω σε πλαίσια, φτιαγμένα από καλάμια ή λυγαριά και απολυμασμένα με γαλαζόπετρα ή καπνούς από θειάφι, που καλυπτόταν με φύλλα εφημερίδων .
(«ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» , 04.05.1930, άρθρο «ΚΑΛΗ ΕΚΤΡΟΦΗ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΟΣ»).
Η φάση αυτή, της επώασης, διαρκούσε περίπου 12 – 15 ημέρες και πολύ σημαντική ήταν η διατήρηση της θερμοκρασίας, της ξηρασίας του χώρου, της ησυχίας και του σκοταδιού
( τοποθετούνταν συνήθως μπλε, χοντρό χαρτί στα παράθυρα) .
Ακολουθούσε η εκκόλαψη των προνυμφών (μικρά, μελανά σκουλήκια) . Τα κουτιά τότε παρέμεναν ανοικτά και περιτυλίγονταν με τούλι ή χαρτί εφημερίδας με μικρές οπές , ώστε να μπορούν να διέρχονται τα νεαρά σκουλήκια, χωρίς να συμπαρασύρουν τον υπόλοιπο σπόρο. Οι προνύμφες έπρεπε να ταΐζονται συχνά, τρεις με τέσσερις φορές την ημέρα με στεγνά φύλλα μουριάς κομμένα σε μικρά κομμάτια. Σημαντικό, σ΄αυτή τη φάση ήταν να επιτευχθεί να γίνουν τα σκουλήκια «ισοκέφαλα» (ίδια στην ηλικία), ώστε να εκτρέφονται εξίσου και να περνούν ταυτόχρονα τις «ηλικίες»(= φάσεις ανάπτυξης).
Η φάση αυτή της εκκόλαψης , αποτελούσε και την πρώτη, από τις πέντε, συνολικά,» ηλικίες» του εντόμου. Αμέσως μετά την εκκόλαψη το σκουλήκι άρχιζε να τρώει συνεχώς για 4-5 ημέρες. Κατόπιν σταματούσε να τρώει, σήκωνε ελαφρά το κεφάλι και παρέμενε ακίνητο , σαν να κοιμόταν. Αυτή η φάση λεγόταν « ύπνος » της προνύμφης η οποία δεν κοιμόταν στην πραγματικότητα, αλλά άλλαζε το δέρμα της, αφού το παλαιό δεν την χωρούσε πλέον λόγω της ταχείας ανάπτυξής της.
Στη διάρκεια της ζωής της η προνύμφη περνούσε 4 τέτοιους «ύπνους» και 5 « ηλικίες»(φάσεις).
Πολύ σημαντικό , κατά τη φάση της εκτροφής, η οποία διαρκούσε συνολικά 40-50 ημέρες ,ήταν τα σκουλήκια να τροφοδοτούνται τακτικά , ακόμα και τη νύχτα , με φύλλα απόλυτα στεγνά και σε κάθε περίπτωση , που να έχουν συλλεχθεί πριν τουλάχιστον 4 ώρες . Σε σχετικές οδηγίες του αποκαλούμενου ειδικού συνεργάτη Επ. Βαβουγιού, στην εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» για την «ΚΑΛΗ ΕΚΤΡΟΦΗ του ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΟΣ» , την 11.05.1930, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «…εάν τυχόν βρέχει διαρκώς , προτιμώτερον είναι να μην του δώσω μεν τροφή επί 2 και 3 ημέρας , δεν θα πάθει τίποτε , αρκεί να καταβιβασθεί η θερμοκρασία εις το οίκημά του …» . Επίσης «… φροντίζομεν διά παντός τρόπου να αφαιρέσομεν την πολλήν υγρασίαν από τα φύλλα , θέτοντας ταύτα εις ευάερα και ξηρά μέρη ή ανακινούντες αυτά εντός σινδόνων …»
Μετά την ολοκλήρωση της εκτροφής , ακολουθούσε το «κλάδωμα» .Τα σκουλήκια ανέβαιναν σε κλαδιά ( συνήθως λυγαριάς) και με κινήσεις του σώματός τους έπλεκαν το κουκούλι ( ή «βομβύκιον») με το μετάξι που παραγόταν από τους μεταξογόνους αδένες.
Το κουκούλι πλεκόταν από έξω προς τα μέσα με αποτέλεσμα το σκουλήκι να εγκλωβίζεται στη φούσκα και σταδιακά να μεταμορφώνεται σε χρυσαλλίδα.
Το πλέξιμο ολοκληρωνόταν σε 12 περίπου ημέρες και ακολουθούσε η απομάκρυνση των κουκουλιών από τα κλαδιά («ξεκλάδωμα»). Το «ξεκλάδωμα »έπρεπε να γίνει γρήγορα , μέσα σε 2-3 ημέρες προκειμένου να γίνει σύντομα η «απόπνιξη» :το ψήσιμο των κουκουλιών ώστε να ψοφήσει το έντομο μέσα στο κουκούλι, αλλιώς μεταμορφώνεται σε πεταλούδα και σπάει το κουκούλι , ακυρώνοντας όλη την προηγούμενη προσπάθεια…
Το έντομο αυτό λεγόταν «πουμπουρία» (στα Ιερισσιώτικα, «μπουμπούρια») και χρησιμοποιούνταν , μετά την απομάκρυνση από τα κουκούλια για δόλωμα , απ΄τους ψαράδες.
Τα κουκούλια που συλλέγονταν δινόταν στον έμπορο ( για τις οικογένειες που καλλιεργούσαν για βιοποριστικούς λόγους ) ή κρατούνταν από τις οικογένειες εκείνες που απλώς καλλιεργούσαν για οικιακή παραγωγή υφασμάτων ( για εργόχειρα ) ή ρούχων .
Το κάθε κοινό κουκούλι έβγαζε 6-7 μέτρα κλωστής , ενώ το βελτιωμένο, 11 περίπου μέτρα μετάξι και αγοραζόταν προς 13-14 δρχ. το κιλό το κοινό, και 21 δρχ. το κιλό , το βελτιωμένο («ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, 31.07.1960).
Όπως αποδεικνύεται από τα δημοσιεύματα της εποχής , ο μεγάλος αγώνας των παραγωγών και των συνεταιρισμών τους ήταν να εμποδίσουν την εισαγωγή κουκουλιών από το εξωτερικό , γεγονός που επέτρεπε στους μεταξέμπορους να «.. αναγκάσωσι τους κουκουλοπαραγωγούς της Ελλάδος να πωλήσουσι τα κουκούλια των εις εξευτελιστικάς τιμάς…»
(«ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» 29.09.1935).
Η Κλωστή …
Προκειμένου να «ανοιχτεί» το κουκούλι, και να βγει η κλωστή , βραζόταν σε μεγάλα καζάνια . Το βράσιμο των κουκουλιών αποκάλυψε τυχαία και μια άλλη ιδιότητα του μεταξιού που άνοιξε το δρόμο για τη χρήση του στην κοσμετολογία : οι εργάτριες στα καζάνια των κουκουλιών(«ντριστάρισσες» στα Ιερισσιώτικα ) είχαν πάντα νεανικά και σφριγηλά πρόσωπα . Αυτό οφειλόταν στην πρωτεΐνη σερικίνη που αποτελεί βασικό συστατικό του μεταξιού και περιέχονταν στους ατμούς από τα καζάνια που έβραζαν τα κουκούλια.
Η αφαίρεση της σερικίνης επίσης δίνει στη μεταξωτή κλωστή τη λεία και γυαλιστερή υφή και όψη , αφού η αρχική υφή της μεταξωτής κλωστής είναι τραχιά και σκληρή( αυτή την τραχιά και σκληρή όψη έχουν και τα Ιερισσιώτικα εργόχειρα των φωτογραφιών , αφού είναι φτιαγμένα από ακατέργαστο μετάξι).
Ακολουθούσε το στέγνωμα και η επεξεργασία του νήματος με ειδικά εργαλεία : το τλυγάδ, το ροδάνι , η ανέμη , το καλαμοκάνι, η σαίτα . Το νήμα ήταν , ανάλογα με την επεξεργασία του πιο χοντρό ( το γνωστό «κουκουλάρικο») που χρησιμοποιούνταν για ρούχα και βαριά υφάσματα ή λεπτότερο, για εργόχειρα.
Αφού βαφόταν με ειδικά χρώματα , υφαίνονταν στον αργαλειό.
Όπως μας αναφέρει η κα. Κασσάνδρα Μπάντη, τα φορέματα που υφαινόταν στον αργαλειό ήταν μακριά και μεσάτα , με σκίσιμο μέχρι το γόνατο και άνοιγμα στο λαιμό και τα φορούσαν πρώτη φορά την Τρίτη μέρα του Πάσχα , στην επέτειο στο Μαύρο Αλώνι , που θεωρούνταν η μεγάλη γιορτή των Ιερισσιωτών . Τα πιο «δημοφιλή » χρώματα ήταν άσπρο, πράσινο και βυσσινί.
Η μεταξωτή κλωστή και το ύφασμα αποτέλεσαν, φυσικά, βασικό υλικό για την Ιερισσιώτικη παραδοσιακή, γυναικεία, στολή, το «καβάδι»:
Κεντημένο μεταξωτό ύφασμα στόλιζε το άνοιγμα της τραχλιάς, στο λαιμό του καβαδιού.
Επίσης, μεταξωτό κεντημένο ύφασμα , με λουλούδια ή άλλα σχέδια ραβόταν στο εσωτερικό του μανικιού της στολής, ώστε, μόλις δίπλωνε προς τα έξω, να φαίνονται τα σχέδια.
Στη μέση, πάνω από την ποδιά δενόταν ένα μεγάλο μεταξωτό μαντήλι με κρόσσια, για ζωνάρι, που το ονόμαζαν «λαχούρι», δένοντάς το στη δεξιά πλευρά οι παντρεμένες και στην αριστερή οι ελεύθερες.
Ακόμα, ένα κεντημένο μεταξωτό μαντήλι έδεναν στο κεφάλι, ανάμεσα στο φέσι και στο «τεπέ»(= στρογγυλεμμένο, κεντητό ύφασμα που τοποθετούνταν στο κάτω μέρος από το φέσι ) . Το μεταξωτό αυτό μαντήλι το συγκρατούσαν οι πλουσιότερες με κοσμήματα ή καρφίτσες και οι πιο φτωχές , απλώς το έδεναν.
(Περιοδικό «ΚΥΤΤΑΡΟ, τεύχος 13/2016, άρθρο «ΚΑΒΑΔΙ, Η ΤΟΠΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ, Ι. ΠΛΙΟΥΚΑΣ »
Σχετικά , αξίζει να αναφερθεί και η μαρτυρία , το 1830, του Σκωτσέζου περιηγητή στον Πολύγυρο, DAVID URGUHART, που καταφέρνει να μας γυρίσει πίσω στην εποχή του μεταξιού στη Χαλκιδική και να μας γεμίσει χρώματα ,και εικόνες ….: «…η γυναίκα του οικοδεσπότη μου αποκατέστησε τη φήμη των βαφέων, των υφαντριών , των πιλοποιών και των κεντητριών του Πολυγύρου, δείχνοντάς μου για γκαρνταρόμπα , η οποία υπερέβη τις προσδοκίες μου. Το υλικό κατασκευής φαινόταν ότι ήταν μεταξωτό ύφασμα. Το μετάξι ήταν χωρίς στρίψιμο και με πυκνή ύφανση. Είχε έτσι την απαλότητα του μαλλιού και τη λάμψη του μεταξιού. Η ελαστικότητα του υλικού έκανε τις πτυχές να σχηματίζονται ελεύθερα και αέρινα, όπως σε μία εσάρπα, ενώ το βάρος του υλικού τους προσέδιδε αγαλματένια ευκρίνεια και συμπαγή υφή.. η εκλεκτή και επίσημη γκαρνταρόμπα της οικοδέσποινάς μου αποτελούνταν από τέσσερα φορέματα, τα οποία ανέφερε ότι αντιστοιχούσαν στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Τα μανίκια και η φούστα ήταν διακοσμημένα με μια βαθειά μπολντούρα περίτεχνου κεντήματος , γενικά με τετράγωνα σχήματα, πολύ περίπλοκα, που έμοιαζαν με τις μπορντούρες των εσαρπών από κασμίρ. Μπροστά και γύρω απ΄το λαιμό, υπήρχαν στενότερες ρίγες με το ίδιο σχέδιο . Το κέντημα είναι με μεταξωτή κλωστή , τα χρώματα είναι όλα ανεξίτηλα και πανέμορφα. Αυτά τα φορέματα πλένονται χωρίς να προκληθεί κάποια ζημιά στη μορφή ή στο χρώμα και αντέχουν για πολλές γενιές . Τα τέσσερα εν λόγω φορέματα είχαν τα ακόλουθα χρώματα : καφέ όμπρα, ανοικτό μπλε, βαθύ κόκκινο και κίτρινο . Οι γενικές ποχρώσεις των μπορντούρων ποικίλαν έτσι ώστε να ταιριάζουν. Δε χρειάζεται να προσθέσω ότι όλα τα υλικά ήταν φτιαγμ΄να στο σπίτι και η εργασία οικιακή δημιουργία…»

(Απόσπασμα από το Περιοδικό «ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ», Λαογραφικού Ομίλου Πολυγύρου, Πολύγυρος, ο τόπος & οι άνθρωποι, Επιμέλεια Γιάννης Δ. Κανατάς, Πολύγυρος, 2010).

Η καλλιέργεια του μεταξιού ανακαλύφθηκε στην Κίνα το 2.690 π.χ και διατηρήθηκε μυστική περίπου 20 αιώνες . Η εξαγωγή αυγών ή η αναφορά στην καλλιέργεια τιμωρούνταν με θανατική ποινή. Η Κίνα, η Ινδία και η Περσία υπήρξαν τα βασικά κέντρα εμπορίας του μεταξιού.
Ο δρόμος όμως του μεταξιού δεν μπορούσε να μην περάσει από την Ιερισσό….
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ –ΠΗΓΕΣ)
«ΙΕΡΙΣΣΟΣ ΑΙΩΝΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΓΙΑΝΝΗ Π. ΜΑΡΙΝΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001.
«ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ , Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ», ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΚΑΝΑΤΑ, 2010
«ΚΥΤΤΑΡΟ ΙΕΡΙΣΣΟΥ» ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ , ΤΕΥΧΟΣ 13/2016
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ» 1930-1960
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ»1930-1960
«SPIRIT OF THE EAST» JOURNAL OF TRAVELS, D.URQUHART, LONDON, 1838.
EΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστώ θερμά τους συνεργάτες :
- ΧΡΗΣΤΟ ΚΑΡΑΣΤΕΡΓΙΟ για την παραχώρηση αρχειακού
και φωτογραφικού υλικού από το προσωπικό του αρχείο,
καθώς και τις πολύτιμες παρατηρήσεις του σχετικά με το άρθρο.
- ΥΨΗΛΑΝΤΗ ΚΩΣΤΑ (Σουρτούκι) για την συμμετοχή του στις συνεντεύξεις και τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το θέμα του άρθρου.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου