«Τον άρχοντα τριών δει μέμνησθαι: Πρώτον ότι ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει»

powered by Agones.gr - livescore

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

“Το ροδάκινο που έγινε ντομάτα”

Το βράδυ της Τετάρτης 24 Φεβρουαρίου στην αίθουσα του Παγχαλκιδικού συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ», πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Κανατά με τον παραπάνω τίτλο παρουσία πολλών φίλων Πολυγυρινών τε και Νικητιανών του συγγραφέα. Την παρουσίαση έκαναν με μοναδικό τρόπο οι φιλόλογοι Τάκης Κοσμάς και Θανάσης Χριστιανός και ο ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής του ΑΠΘ Γιάννης Τσίκουλας.

Για… “Το ροδάκινο που έγινε ντομάτα” ο φιλόλογος συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Καραμίχος γράφει:
«Από τις εκδόσεις “ΦΕΡΕΝΙΚΗ” είδε το φως της δημοσιότητας το καλαίσθητο βιβλίο του Γιάννη Κανατά με τον ευρηματικό τίτλο “Το ροδάκινο που έγινε ντομάτα” δανεισμένο από το ομότιτλο διήγημα της Β΄ Ενότητας. Το βιβλίο διαιρείται σε 4 ενότητες και περιέχει 18 συνολικά πεζά κείμενα, θεματοποιημένα τα πρώτα 15 με βάση τον τόπο γέννησης και δράσης του συγγραφέα, ενώ τα τρία (3) τελευταία συνιστούν την “τοπική μικροϊστορία” τριών αμφιλεγόμενων προσώπων, που η γραφίδα του Γ.Κ με τεκμηριωμένη αναζήτηση της αλήθειας και με μια αποστασιοποιημένη “συμπάθεια” τους φέρνει στο προσκήνιο.
Η συναγόμενη ταύτιση του τίτλου...
“ηρωικά και πένθιμα”, (ηρωικά ίσον πένθιμα) κρίνεται επιτυχής καθώς συνδέεται ο ηρωισμός των πρωταγωνιστών με το τραγικό τέλος τους, σε μια εποχή κοινωνικών αναταράξεων.
Στον εικαστικό επίλογο του βιβλίου οι ολιγάριθμες φωτογραφίες σαρώνουν το δραπέτη χρόνο και απαθανατίζουν ενσταντανέ μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Η αφιερωματική αποστροφή, μνημόσυνο στο δίπολο γονείς – κοινωνικός περίγυρος εστιάζεται στην εγκαρτέρηση του “στωικού” τους βλέμματος.
Τα δέκα (10) διηγήματα της γενέτειράς του Νικήτης δικαιολογημένα αποπνέουν τον γνήσιο τοπικισμό του αφηγητή-ανήλικα όντας θεατής και δράστης ενός αυθεντικού χώρου, ενώ αυτά του Πολυγύρου συμπίπτουν με τη διαφαινόμενη αλλαγή μιας ευρύτερης, μεσοαστικής κοινωνίας.
Στο βιβλίο η μνήμη που αιμοδοτεί τη συνέχεια του χρόνου ανακαλείται με νοσταλγία, με στόχο την αναβίωση των παιδικών χρόνων όπου οι συνθήκες της ζωής και τα δεδομένα μιας άλλης μεταπολεμικής εποχής συνθέτουν ένα σκηνικό που συντηρείται εσαεί, χωρίς να διαγράφεται ποτέ.
Ο Γ.Κ. απόλυτος γνώστης της τοπικής μικρο-γεωγραφίας κινεί τους ήρωες του, πρόσωπα υπαρκτά και της καθημερινότητας, σε έναν χώρο οικείο για αυτούς και για τον ίδιο, όπου οι φημολογίες και η εσφαλμένη διασπορά ειδήσεων με σκωπτική και φιλοπαίγμονα διάθεση αποτελούν τις σταθερές μιας μικρής κοινωνίας (Νικήτης - Πολυγύρου) με παρόμοιες ασχολίες και κοινές θρησκευτικές και κοινωνικές συνήθειες, στο ίδιο πολιτικό κλίμα.
Το εξομολογητικό οδοιπορικό της μαθητικής διαδρομής του συγγραφέα με αφοπλιστική ειλικρίνεια μας αποκαλύπτει την υγιή πορεία του προς την εφηβεία με αυτοσαρκασμό και αυτοκριτική στάση.
Ο Γ.Κ κατορθώνει να μεταδώσει με ρεαλισμό, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, τα όνειρα μιας χειμαζόμενης και οπλισμένης με καρμική σχεδόν υπομονή κοινωνίας.
Μια ατέλειωτη σειρά συναισθηματικών και κοινωνικών καταστάσεων διατρέχει το βιβλίο: Χαρά, λύπη, μοναξιά, ξενιτιά, απογοήτευση, αφέλεια, αναλφαβητισμός, έρωτας, ανέχεια, κοινωνικός αποκλεισμός, σκοταδισμός, νόστος, θάνατος.
Ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης καταλαμβάνουν οι ενδυματολογικές και ανατομικές κατεξοχήν περιγραφές των πρωταγωνιστών, προϊδεασμός υποθέτω, της ψυχοπνευματικής
τους συγκρότησης. Η τάση αυτή δεν είναι προϊόν εμμονής, αλλά συνειδητής προσπάθειας προκειμένου να αναβιώσει με πειστικό τρόπο φιγούρες καθημερινές του κοινωνικού του περίγυρου.
Ο συγγραφέας πέρα από λογοτεχνικές φόρμες και στερεότυπα αφήνει να ανθίσει αβίαστα ο ρέων λόγος, χωρίς την προγραμματισμένη ρότα του επαγγελματία λογοτέχνη. Πηγαίος, άμεσος και ανεπιτήδευτος ο λόγος του, στις παρυφές του προφορικού, αποτελεί ένα μείγμα καθαρεύουσας, δημοτικής και τοπικών ιδιωματισμών της Νικήτης που επιτείνουν αρκετές φορές την παιγνιώδη διάθεση του Γ.Κ. Ωστόσο ο σιαμαίος εναγκαλισμός διαφορετικών γλωσσικών εκφράσεων δεν προκαλει το ορθόδοξο γλωσσικό κριτήριο του αναγνώστη, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ύφους του συγγραφέα. Οι ιδιωματισμοί με τους οποίους διανθίζει μάλιστα το λόγο ο Γ.Κ. συνιστούν αντικείμενο ειδικής μελέτης.
Όλα τα διηγήματα είναι σε τριτοπρόσωπη αφήγηση διασφαλίζοντας την απαιτούμενη αποστασιοποίηση από τα ιστορούμενα.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το διήγημα “Το παράθυρο που κλαίει” καταφεύγοντας στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να μας μεταγγίσει τον προσωπικό, βιωματικό και παραστατικό τρόπο εξιστόρησης της στρατιωτικής του θητείας.
Συγκρατημένη συγκίνηση και μια σπάνια παρατηρητικότητα χαρακτηρίζουν όλες τις ιστορίες, απεικόνιση ενός κόσμου που αναβιώνει με αβάσταχτη νοσταλγία ο συγγραφέας.
Είναι βέβαιο ότι στην τοιχογραφία που φιλοτεχνεί ο Γ.Κ. με τη δύναμη του νόστου και της βιωμένης εικόνας έχει συμπεριλάβει και εμάς. Κάπου εκεί σεργιανούμε κι εμείς με το κοντό γκρίζο παντελόνι των άγουρων χρόνων μας.
Γνήσιος εκφραστής του επαρχιώτικου “κλίματος” συνεγείρει το θυμικό του αναγνώστη καθιστώντας τον κοινωνό στα πάθη και τις περιπέτειες υπαρκτών ηρώων των εφηβικών και νεανικών του χρόνων και όχι μόνο».






Δεν υπάρχουν σχόλια: